Βασίλης Πολύζος
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
πώς μπήκε τόση νύχτα
απ’ τα κλειστά παράθυρα;
ανάψαμε όλα τα φώτα
ακόμη και τα λαμπιόνια που κρατούσαμε για ώρα ανάγκης
στην πράσινη-κόκκινη-γαλάζια-κίτρινη μνήμη μας
από ξεχασμένα πανηγύρια
ανάψαμε ακόμη και τη χρυσόσκονη
και τις σερπαντίνες της απόκριας
ακόμη και τα πορτατίφ-γαρίφαλα
που ζωγράφισε η Κλειώ τριών χρονών
ακόμη και τα βάζα της προγιαγιάς
γεμάτα αστροφεγγιά από κυδώνι ή πορτοκάλι ή νεράντζι
ακόμη και τα μάτια-ήλεκτρο της γάτας
που απλώσαν οι κεντήστρες σε βελούδο πολυθρόνας
κι όμως του σκοταδιού η στάθμη
ανέβαινε με ανυποχώρητο ρυθμό
ώσπου σκέπασε το μωρό στην κούνια
σκέπασε τα βιβλία στο χαμηλό ράφι
σκέπασε τα βαλσαμωμένα πουλιά πάνω στο τζάκι
έφτασε ως τα γόνατα ως την κοιλιά ως το στήθος
ως την άκρη των χειλιών
παρόλο που στεκόμασταν στα νύχια των ποδιών μας
σχεδόν μετέωροι παίρνοντας βαθιές ανάσες
την ύστατη στιγμή σκεφτήκαμε
μόνη ελπίδα και καταφυγή μας οι καθρέφτες
με τις ατέρμονες στοές και τους κρυψώνες τους
αρκεί να βρούμε μια ραγισματιά για να περάσουμε
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
από τα ποιήματα προς ρωμαίους
©Βασίλης Πολύζος 2002-2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου