THE SWEET APRIL
GEOFFREY CHAUCER
The Canterbury Tales
From The Prologue (lines 1-42)
(Note: The text in Middle English)
Whan that aprill with his shoures soote
The
droghte of march hath perced to the roote,
And
bathed every veyne in swich licour
Of which
vertu engendred is the flour;
Whan
zephirus eek with his sweete breeth 5
Inspired
hath in every holt and heeth
Tendre
croppes, and the yonge sonne
Hath in
the ram his halve cours yronne,
And
smale foweles maken melodye,
That
slepen al the nyght with open ye 10
(so
priketh hem nature in hir corages);
Thanne
longen folk to goon on pilgrimages,
And
palmeres for to seken straunge strondes,
To ferne
halwes, kowthe in sondry londes;
And
specially from every shires ende 15
Of
engelond to caunterbury they wende,
The
hooly blisful martir for to seke,
That hem
hath holpen whan that they were seeke.
Bifil
that in that seson on a day,
In
southwerk at the tabard as I lay 20
Redy to
wenden on my pilgrymage
To
caunterbury with ful devout corage,
At nyght
was come into that hostelrye
Wel nyne
and twenty in a compaignye,
Of
sondry folk, by aventure yfalle 25
In
felaweshipe, and pilgrimes were they alle,
That
toward caunterbury wolden ryde.
The
chambres and the stables weren wyde,
And wel
we weren esed atte beste.
And
shortly, whan the sonne was to reste, 30
So hadde
I spoken with hem everichon
That I
was of hir felaweshipe anon,
And made
forward erly for to ryse,
To take
oure wey ther as I yow devyse.
But
nathelees, whil I have tyme and space,
35
Er that
I ferther in this tale pace,
Me
thynketh it acordaunt to resoun
To telle
yow al the condicioun
Of ech
of hem, so as it semed me,
And
whiche they weren, and of what degree,
40
And eek
in what array that they were inne;
And at a
knyght than wol I first bigynne. 42
Μεταγλώτισση (Modern English)
από τους Ronald L. Ecker και Eugene J. Crook
When April's gentle
rains have pierced the drought
Of March
right to the root, and bathed each sprout
Through
every vein with liquid of such power
It
brings forth the engendering of the flower;
When Zephyrus too with his sweet breath has blown 5
Through
every field and forest, urging on
The
tender shoots, and there's a youthful sun,
His
second half course through the Ram now run,
And
little birds are making melody
And
sleep all night, eyes open as can be 10
(So Nature
pricks them in each little heart),
On
pilgrimage then folks desire to start.
The palmers long to travel foreign strands
To
distant shrines renowned in sundry lands;
The one
who gave such help when they were ill.
Now in that season it befell
one day
As I was
all prepared for setting out
To
Canterbury with a heart devout,
That
there had come into that hostelry
At night
some twenty-nine, a company
Of
sundry folk whom chance had brought to fall 25
In
fellowship, for pilgrims were they all
And
onward to Canterbury would ride.
The
chambers and the stables there were wide,
We had
it easy, served with all the best;
And by
the time the sun had gone to rest 30
I'd
spoken with each one about the trip
And was
a member of the fellowship.
We made
agreement, early to arise
To take
our way, of which I shall advise.
But nonetheless,
while I have time and space, 35
Before
proceeding further here's the place
Where I
believe it reasonable to state
Something
about these pilgrims--to relate
Their
circumstances as they seemed to me,
Just who
they were and each of what degree 40
And also
what array they all were in.
And with
a Knight I therefore will begin. 42
THE CRUEL APRIL
T. S. ELIOT
The Waste Land
From The Burial of the Dead (lines 1-42)
April is the cruellest month, breeding
Lilacs
out of the dead land, mixing
Memory
and desire, stirring
Dull
roots with spring rain.
Winter
kept us warm, covering 5
Earth in
forgetful snow, feeding
A little
life with dried tubers.
Summer
surprised us, coming over the Starnbergersee
With a
shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went
on in sunlight, into the Hofgarten,
10
And
drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar
keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
And when
we were children, staying at the archduke’s,
My
cousin’s, he took me out on a sled,
And I
was frightened. He said, Marie, 15
Marie,
hold on tight. And down we went.
In the
mountains, there you feel free.
I read,
much of the night, and go south in the winter.
What are
the roots that clutch, what branches grow
Out of
this stony rubbish? Son of man, 20
You
cannot say, or guess, for you know only
A heap
of broken images, where the sun beats,
And the
dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the
dry stone no sound of water. Only
There is
shadow under this red rock, 25
(Come in
under the shadow of this red rock),
And I
will show you something different from either
Your
shadow at morning striding behind you
Or your
shadow at evening rising to meet you;
I will
show you fear in a handful of dust. 30
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
“You
gave me hyacinths first a year ago; 35
They
called me the hyacinth girl.”
—Yet
when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your
arms full, and your hair wet, I could not
Speak,
and my eyes failed, I was neither
Living
nor dead, and I knew nothing, 40
Looking
into the heart of light, the silence.
Öd’ und
leer das Meer. 42
Η
μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω
{απ’ το
Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar
keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. Και πήραμε τhν κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στa βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα
{στο
νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι
{δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις
{μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιός,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος
{ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει
{ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται
{να σ’
ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch
weht der Wind
Der
Heimat zu,
Mein
Irisch Kind
Wo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά,
{δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
ΑΠΡΙΛΗΣ PRO BONO PUBLICO
Βασίλης
Πολύζος
Το Ταξίδι του Αιμίλιου στην Έρημη Χώρα
(ΕΡΙΦΥΛΗ 2008)
ΑΠΡΙΛΗΣ
απρίλης pro bono publico
μια κατολίσθηση λέξεων
μεγαλοβδόμαδο πάσχα τ’ αηγιωργιού
η μυρουδιά της σκόνης
ιχνογράφησε μια κοπέλα 5
που θαύμαζε τις επωμίδες
τα χρυσά κρόσσια
τα σιρίτια
τις στάσεις των εγκωμίων
η μυρουδιά του καπνού τυπωμένη στο τζάκι
10
μαύρες δαχτυλιές απ’ το χειμώνα
έφερε στα ρουθούνια το γκρεμισμένο σπίτι
εδώ ακουμπούσε το χέρι της
στην κουπαστή της σκάλας
στο ξηλωμένο μπαλκόνι κάποτε η ματζουράνα της
15
τα μάτια της έκλεισαν στο σκληρό φως
άνοιξαν στο φόβο
ήρθε μετά pro bono publico
η ζεστή βροχή
κι η λάσπη ως το γόνατο 20
κι η γάτα με τα πόδια παστωμένα στον ασβέστη
φάνηκε στο πρώτο στιχάκι
χάθηκε στο δεύτερο
και πάντως τα παιδιά
έπαιζαν το γλυκύ έαρ στο κεφαλόσκαλο 25
κι η γυναίκα στο κρεβάτι ανακεκλιμένη
τραγουδούσε σε labia majora και labia minora
ευλόγησον Κύριε τας εισόδους και τας εξόδους
μετά βαΐων και κλάδων φοινίκων
ωσαννά ω σουζάννα don’t you cry for me 30
θα φυσήξει απαλό αεράκι στα λιβάδια
θα φυσήξει esprit de corps στους τάφους
κι οι μεταλλικοί φαντάροι σκραπ στο σιδηρουργείο
μπορείς να φτιάξεις από κάθε σώμα
ως εκατό μαχαίρια 35
μπορείς να φτιαξεις μανουάλια και πενοστάτες
κι έναν μεσονύχτιο άνθρωπο με δικράνι
καταμεσής του δρόμου
θυγάτηρ βαβυλώνος η ταλαίπωρος
θα δοξαστεί αυτός που θα σηκώσει ψηλά 40
τα βρέφη σου
και θα τα συντρίψει πάνω στην πέτρα 42