Πτωχοπροδρομικόν
ποίημα
δια τους αγχίνους και φιλομαθείς Έλληνας*
κοσμούμενον και δια επιτηδείου ζωγραφίας
παρά Βασιλείου Πολύζου
Ἀπὸ μικρόθεν μ' ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου
«Παιδίν μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.
Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα διπλοεντέληυος καὶ παχυμουλαράτος.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν,
καὶ τώρα βλέπεις τον φορεῖ τὰ μακρυμύτικά του.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσβη,
καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, λουτρόθυραν οὐκ εἶδε,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδα.
Αὐτός, ὁ κόλπος του ἔγεμε φθεῖρας άμυγδαλάτας,
καὶ τώρα τὰ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανοηλάτα.
Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς μου λόγοις,
καὶ μάθε τὰ γραμματικά, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.»
δια τους αγχίνους και φιλομαθείς Έλληνας*
κοσμούμενον και δια επιτηδείου ζωγραφίας
παρά Βασιλείου Πολύζου
Ἀπὸ μικρόθεν μ' ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου
«Παιδίν μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.
Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα διπλοεντέληυος καὶ παχυμουλαράτος.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν,
καὶ τώρα βλέπεις τον φορεῖ τὰ μακρυμύτικά του.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσβη,
καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, λουτρόθυραν οὐκ εἶδε,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδα.
Αὐτός, ὁ κόλπος του ἔγεμε φθεῖρας άμυγδαλάτας,
καὶ τώρα τὰ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανοηλάτα.
Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς μου λόγοις,
καὶ μάθε τὰ γραμματικά, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.»
Καὶ ἔμαθον τὰ γράμματα μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου.
Ἀφ᾽ οὗ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν·
ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων·
«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει,
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
καθ᾽ ἥν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ᾽ ἐκεῖνα!»
Ἐδάρε τότε ἄν μ᾽ ἔποικαν τεχνίτην χρυσοράπτην,
ἀπ᾽ αὐτοὺς ὁποὺ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι,
καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένην,
οὐ μὴ ἤνοιγα τὸ ἀρμάριν μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει
ψωμίν, κρασίν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν,
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία·
παρ᾽ οὗ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους,
καὶ βλέπω χαρτοσάκουλα γεμάτα μὲ χαρτία.
Ἀνοίγω τὴν ἀρκλίτσαν μου, νὰ εὕρω ψωμὶν κομμάτιν,
καὶ εὑρίσκω χαρτοσάκουλον ἄλλο μικροτερίτσιν.
Ἁπλώνω εἰς τὸ περσίκιν μου, γυρεύω τὸ πουγγίν μου,
διὰ στάμενον τὸ ψηλαφῶ, καὶ αὐτὸ γέμει χαρτία.
Ἀφ᾽ οὗ δὲ τὰς γωνίας μου τὰς ὅλας ψηλαφήσω,
ἵσταμαι τότε κατηφὴς καὶ ἀπομεριμνημένος,
λιποθυμῶ καὶ ὀλιγωρῶ ἐκ τῆς πολλῆς μου πείνας·
καὶ ἀπὸ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν
γραμμάτων καὶ γραμματικῶν τὰ κλαπωτὰ προκρίνω.
Από μικρόθεν μ' 'ελεγεν
ένα ποίημα του Βυζαντινού λόγιου και ποιητή
Θεοδώρου Προδρόμου ή Πτωχοπροδρόμου (περί το 1098-1166)
εικόνα: Παιδίν μου, μάθε γράμματα...
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2004
*η φράση "δια τους αγχίνους και φιλομαθείς Έλληνας”
ανήκει στον Ρήγα (Φυσικής Απάνθισμα, Βιέννη 1790)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου