Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Γυμνή Κιθάρα \ Flamenco Dancer


Flamenco

όταν ξεχάσουμε
όλες τις δοσμένες λέξεις
και λογιστούμε
πτωχοί τω πνεύματι
θ’ αξιωθούμε απέναντι
στην αγριεμένη θάλασσα
ανεμίζοντας μια κάπα ταυρομάχου
ν’απαγγείλουμε
το πρώτο μας ποίημα

ω βερόνικα
φεγγάρι ηδονικό


σ’ ακολουθώ
στη μοναξιά της νύχτας
σε δρομάκια που τρεμοσβήνουν
σε ψευδαισθήσεις μικρές
σαν κόκκους σιναπιού

βερόνικα
γυμνή κιθάρα

στις ριπές του flamenco
θα σου απαγγείλω
την ευπρέπεια της φλόγας
θα σου απαγγείλω
τα χρώματα των στεναγμών
θα σου απαγγείλω
το θάνατο ενός τριαντάφυλλου


Flamenco, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
© Βασίλης Πολύζος २००३

Flamenco Dancer, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2007

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

mode retro / Lady O. in the Magic Mirror


mode retro

Κρινόλευκη νεράιδα, πυργοδέσποινα,
της έστειλε απ’ την Κύπρο τετραβάγγελο
κι ένα προσευχητάρι ο κύρης της
να τη φυλά από μάτι κι απ’ τον πειρασμό
τι αυτός θα λείψει χρόνους δέκα-δώδεκα
μακριά στους Άγιους Τόπους, στα Ροσόλυμα
θα πολεμάει τον Τούρκο και τον Σαρακηνό.
Σ’ ολόχρυση κασέλα η λαίδη τα ’κλεισε
και πάει στον καλαμιώνα και στον ποταμό
να λούσει τα μαλλιά της με ροδόνερο
να πλύνει το κορμί της με μοσκοσάπουνο.
Τη βλέπει ο γερακάρης, ο κυνηγός:
-Κυρά μου και μιλαίδη κι αφέντρα μου
που λούζεις τα μαλλιά σου με ροδόνερο
που πλένεις το κορμί σου με μοσκοσάπουνο
χίλια χρυσά δουκάτα για ένα σου φιλί.
-Λεβέντη, τα δουκάτα τ’ αντρός μου πέμψε τα
που πολεμάει τον Τούρκο και τον Σαρακηνό
κι έλα στην κάμαρή μου τα μεσάνυχτα
να βρούμε πού φυτρώνει τ’ αγαπόχορτο.

mode retro, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από το βιβλίο DIZZILAND, εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 2001


Lady O. in the Magic Mirror
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2007

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

summertime blues


summertime blues

δεν υπάρχει έλεος στον ύπνο του αθώου παιδιού
γύρω στο πρόσωπό του βουίζουν οι σφήκες
που σήκωσε ο ζεστός αέρας
κι η μυρωδιά του σάπιου νερού
εξάλλου για ποια αιώρα να μιλήσουμε

η πόλη κρέμεται στο κενό
μ’ ένα χοντρό σκοινί δεμένο στο λαιμό της
εις μάτην δε ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης
άνοιξε βεντάλιες τα βαλσαμωμένα χελιδόνια
για ν’ αλαφρώνουν τα όνειρά μας
στη λάβρα του καλοκαιριού

© Βασίλης Πολύζος, summertime blues
από το βιβλίο Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια
εκδ. Εριφύλη 1999
summertime blues, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2002

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

αναμνήσεις προκάτ άνοιξης: μποτίλια στο πέλαγο?


Α΄

μποτίλια στο πέλαγο?

o they say I hanged me granny
and then me lovesick Annie
o they say I hanged me mother
and me sister and me brother


τόσα μπουκάλια ξέβρασε πάλι σήμερα η θάλασσα
και δεν έκρυβαν ούτε ένα μήνυμα παρά μόνο νερό θολό
σαν το μάτι ψόφιου κήτους

κι ο παλιός χάρτης των σωμάτων
που άπλωσα πάνω στην άγια τράπεζα
έδειχνε στραβά τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

χωρίς ένα σημάδι έναν κόκκινο σταυρό
για τον χαμένο θησαυρό των πειρατών

πώς λοιπόν θα ξεπληρώσω τα ταξίδια
που δανείστηκα απ’ τους παρελθόντες ποιητές με τόκο αβάσταχτο
τώρα που βούλιαξαν οι δυνατές τριήρεις των φοινίκων

κι αυτό που μου ’λαχε σαν παίξαμε στα ζάρια
τα χαμόγελα της αγαπημένης μου
δεν ήταν καν αγρός αίματος ποτιστικός

ο πόλεμος είχε κριθεί στο διπλανό τραπέζι
πριν από το ξημέρωμα και δεν το πήρα είδηση
να γραφτώ στον κατάλογο για τα λάφυρα

κι αργότερα με το πρώτο φύσημα του αγέρα
πέταξαν οι λέξεις απ’ το ανοιχτό βιβλίο
έπεα πτερόεντα

στ’ αθώα μας χρόνια ήταν αίθριος ο ήχος τους στ’ αυτί
κι η γεύση τους στη γλώσσα μας καβουρντισμένη ζάχαρη

κι όταν τις ιριδίζαμε ανάλαφρα στο φως
γέμιζαν ασημένιες φυσαλλίδες
οι παρτιτούρες των κορυδαλλών
πρωί πρωί γωνία Κίμωνος κι Ερμού

όπου προχτές συνάντησα τη Φαντίνα

ήταν όμορφη πριν πουλήσει στους σαράφηδες
τα χρυσά μαλλιά της

μου μίλησε χλευαστικά για τον κύριο Μαγδαληνή
πως πλούτισε κλέβοντας μαχαιροπίρουνα
απ’ τους νεκρούς φαντάρους στη μάχη του Βατερλώ

μαζί τους χάθηκαν κι οι παιδικοί μας ήρωες
παίζοντας το κρυφτούλι επί χρήμασι

μόνη εξαίρεση η μάνα μου που υπνοβατούσε
στο γείσωμα της νύχτας ψέλνοντας
πού πορευθώ από του πνεύματός σου
και από του προσώπου σου πού φύγω

το πρόσωπό της άσπρο σα χαρτί χωρίς σπίλο ή ρυτίδα

κι ο πατέρας μου στο εικονοστάσι
μόνη του αδυναμία ένα καρτούτσο τσίπουρο


μα εγώ είχα στο μυαλό μου την κυρία Φιλομήλα
τόσο γλυκιά γυναίκα

με κέρασε κυδωνόπαστο κι ένα φιλί αναπάντεχο
όταν κατέβασα το γατάκι της απ’ τη μουριά

δεν μπορεί έλεγα να κοιμάται με τον γηραιό κύριο Κ.
εμπορικό παραγγελιοδόχο για την κρέμα Κρινοζάλ

κι εμείς εδώ ατίθασα πουλάρια
παρέα με την προγονή του φούρναρη τ’ απομεσήμερο
να κουβεντιάζουμε για τις Ιταλίδες του τσίρκου

που μας έμαθαν να λέμε
άκουα φρέσκα φίκα στρέτα
και βίνο πούρο κάτσο ντούρο

φράσεις που αρνήθηκε να περιλάβει στα Άτακτά του
ο Αδαμάντιος Κοραής διότι φέρουσι σύγχυσιν
εις τας αγυμνάστους κεφαλάς ξεχνώντας

ότι εμείς αγύριστα κεφάλια μελετούσαμε κρυφά
τα μηναία των κήπων έκαστος τη ιδία διαλέκτω
παραλείποντας μόνο τη φράση ξίφει τελειούται

αφού κανείς δεν είναι τέλειος χωρίς το κεφάλι του

και ότι κατά την ημέρα της απογραφής
επί Αυγούστου Καίσαρος
τρέχαμε πίσω από τη νεκροφόρα
ώσπου στάθηκε στην εξώπορτα του Αιμίλιου

κι ο τελετάρχης φορώντας μαύρα γάντια
χτύπησε τρείς φορές το χάλκινο ρόπτρο
ένα μικρό χεράκι με λάθος δάχτυλα

περιμένοντας να κατεβάσουν τον νεκρό αδερφό μας
χαζεύαμε τα επάργυρα αγγελάκια στην κορνίζα του ουρανού

και τα δυο άλογα ντυμένα μαύρα κρέπια

να χαϊδεύουν πότε πότε τις χρυσόμυγες με την ουρά τους

ύστερα πρόβαλε στο ανώφλι αρχάγγελος Μιχαήλ
κρατώντας ένα μπουκέτο πρώιμα σύννεφα
δεμένα με μοβ κορδέλα

κι εμείς τρομάξαμε γιατί τον διαπερνούσε ο ήλιος
ρίχνοντας κάτασπρη στο χώμα τη σκιά του

σημείο πως έπρεπε να φύγουμε
από την πύλη της Ανατολής
πριν μας αγγίξει με το βλέμμα του

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

μποτίλια στο πέλαγο ? → Γιώργος Σεφέρης: Μυθιστόρημα, ΙΒ΄, τίτλος →
Alfred de Vigny: La bouteille á la mer (κατά Γ. Σαββίδη).

o they say I hanged me granny…Παραδοσιακό εγγλέζικο ναυτικό
τραγούδι (sea shanty). Τίτλος του: Hanging Johnny. Τα shanties τα τραγου-
δούσαν οι vαυτικοί την ώρα της δουλειάς, λ.χ. όταν τραβούσαν τα σκοινιά.
Το παραθέτω ολόκληρο:
O they call me Hanging Johnny
(Away – ay – i – o)
But I never hanged nobody.
(So – hang – boys – hang)
O they say I hanged me granny
And then me lovesick Annie.
O they say I hanged me mother
And me sister and me brother.
O they say I hang for money
But hanging isn’t funny.
O we’ll hang and hang together
We’ll hang for better weather.
O a rope, a beam, a ladder
I’ll hang you all together.

για τον χαμένο θησαυρό των πειρατών...Πρβλ. DIZZILAND
(έξοδος):
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
.....................................................................
ποντοπόρος Θούλη – Κολχίδα καθ’εκάστην
στο πλευρό του πειρατή Λονγκ Τζων Σίλβερ...

κι αυτό που μου ’λαχε...Πρβλ. Το Χρονικόν του Μορέως, στιχ. 1024:
Με κλήρους και με προσοχήν η μερισία εγενέτον.

αγρός αίματος ποτιστικός → Κατά Ματθαίον, κζ΄, 8:
Διό εκλήθη ο αγρός εκείνος
αγρός αίματος έως της σήμερον.

γωνία Κίμωνος κι Ερμού…Βόλος παιδικός.

πού πορευθώ από του πνεύματός σου...→ Δαβίδ, Ψαλμός ρλθ΄, 7.

τα μηναία των κήπων → Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί (Το Δοξαστικόν):
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων…

έκαστος τη ιδία διαλέκτω → Πράξεις των Αποστόλων, β΄, 6.

ξίφει τελειούται → Μηνολόγια: συνήθης τρόπος τελευτής
των μαρτύρων.

ώσπου στάθηκε στην πόρτα του Αιμίλιου... Μια άλλη εκδοχή
για το θάνατο του Αιμίλιου βλ. DIZZILAND (έξοδος):
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
χάθηκε ένα πρωί με τη φυρονεριά
αφήνοντας στην άμμο ένα ξύλινο ποδάρι.
Αναφορές στο ίδιο αυτό αινιγματικό πρόσωπο βλ. :
· Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια (μετάλλαξη)
· DIZZILAND (άμωμοι εν οδώ?, ω αφελέστατε)
· Ηλιακό Ποδήλατο (διστακτικό πρωινό, σημείωση)
Βασίμως υποστηρίζεται οτι ο Αιμίλιος ήταν, πλην άλλων,
ο εφευρέτης του ηλιακού ποδηλάτου।

Βασίλης Πολύζος: αναμνήσεις προκάτ άνοιξης
το πρώτο άσμα μποτίλια στο πέλαγο? και οι Σημειώσεις (εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2006)

πέλαγος, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2006






Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Translating T. S. Eliot: Journey of the Magi


Το Ταξίδι των Μάγων

«Μας βρήκε κρύο τσουχτερό
Στην πιο τραχιά περίοδο της χρονιάς
Για ένα ταξίδι και ταξίδι τόσο μακρινό:
Δρόμοι που βούλιαζαν, καιρός ξυράφι
Μέσα στο καταχείμωνο.»
Γδαρμένες οι καμήλες, με πληγές στα πόδια, χολιασμένες
Να κείτονται απάνου στο μισολιωμένο χιόνι.
Ήταν ώρες που νοσταλγούσαμε
Τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τα λιακωτά,
Τις μεταξένιες κόρες να κερνάν σερμπέτια.
Κι ύστερα οι καμηλιέρηδες με βλαστημιές και μούρμουρο
Να παίρνουν δρόμο, να ζητάν πιοτί, γυναίκες,
Τις νύχτες οι φωτιές να σβήνουν, να μην έχουμε κατάλυμα
Κι οι πόλεις εχθρικές κι οι κωμοπόλεις μίζερες
Και τα χωριά μες στη βρομιά και την ακρίβεια:
Μας βρήκαν μέρες δύσκολες.
Και τελικά κρίναμε πιο σωστό να ταξιδεύουμε τη νύχτα,
Με λίγον ύπνο στ’ αρπαχτά,
Όπου ακούγαμε φωνές να τραγουδάν στ’ αυτιά μας
Πως όλα αυτά ήταν μια αποκοτιά.

Κι ύστερα ξημερώματα φτάσαμε σε μια ήμερη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ’ τη ζώνη του χιονιού, που μοσχοβόλαε χλωρασιά,
Μ’ ένα μικρό ποτάμι και μ’ έναν νερόμυλο που χτύπαε στο σκοτάδι
Και τρία δέντρα, χαμηλά στον ουρανό.
Κι ένα άσπρο γέρικο άλογο έφυγε καλπάζοντας μες στο λιβάδι.
Κι από κει φτάσαμε σε μια ταβέρνα μ’ αμπελόφυλλα στο ανώφλι,
Στην ανοιχτή της πόρτα έξι χέρια παίζαν αργυρά νομίσματα στα ζάρια,
Και κάτι πόδια κλώτσαγαν τα άδεια ασκιά κρασιού
Μα δεν υπήρχε είδηση και πήραμε ξανά το δρόμο
Και πέφτοντας το σούρουπο, την τελευταία στιγμή
Βρήκαμε αυτό το μέρος· κι άξιζε, θαρρώ, τον κόπο μας.

Πάει πολύς καιρός που ’γινε αυτό, θυμάμαι,
Και πάλι αν ήταν θε να το ’κανα. Μα γράψε
Τούτο γράψε
Τούτο: τραβήξαμε όλο αυτό το δρόμο
Για Γέννα ή για Θάνατο; Σίγουρα ήταν Γέννα,
Το ’δαμε με τα μάτια μας, χωρίς αμφιβολία. Γέννα και θάνατο είχα ξαναδεί
Μα νόμιζα πως ήταν κάτι αλλιώτικο· ετούτη η Γέννα ήταν
Σκληρή κι ολόπικρη αγωνία για μας, σαν Θάνατος, ο θάνατός μας.
Γυρίσαμε στις χώρες μας, σε τούτα τα Βασίλεια,
Μα ησυχία πια δεν έχουμε εδώ, με την παλιά μας πίστη,
Μ’ έναν ξένο λαό με τους θεούς του σφιχταγκαλιασμένο.
Χαρά μου θα ’ταν ένας άλλος θάνατος.

T.S.Eliot, Journey of the Magi, 1927 (Ariel Poems)
Απόδοση στα Ελληνικά: Βασίλης Πολύζος, 2010

T.S. Eliot, a fottwist by Vassilis Polyzos 2010