Ελευθερία Κυρίτση
ΦΟΥΓΚΑ
Κι ύστερα ξεκρέμασα την ακτή
Απ’ τα μπράτσα σου
Το περιβραχιόνιο της αμμουδιάς
Ζήσαμε τις κερασιές
Το φιλί του Μάη
Τη συναρμολόγηση της φωτιάς
Το αναλόγιο της αγάπης
Εξηγήσαμε όλα τα θαύματα
Περπατήσαμε τους δρόμους της πόλης
Παίξαμε σαν φυσαρμόνικες παιδιών
Θλιβερά χαρούμενες
Κρατήσαμε τη λάμπα ανοιχτή
Καρωτίδα φωτός
Είδαμε το φθινόπωρο να ρίχνει φύλλα
Την ώρα να βγάζει παγετώνες από το στήθος
Το χάος να κυβερνιέται από το χάος
Συνεταιριστήκαμε αγωνία
Ανεβήκαμε στους εξώστες
Δειπνήσαμε ως αργά
ΩΜΕΓΑ
Πέθανα όταν δεν ήξερα πώς
αλλιώς να σιωπήσω
(να καρατομήσω το χρόνο)
Το κορμί χωρίς σάρκα με κατέκλυσε
πηγάδι ο πηγαιμός
προς τη μετριοφροσύνη της φύσης.
Τα δευτερόλεπτα
λεπτοί ξυλοκόποι της μέρας
πάσχιζαν να τετραγωνίσουν το μαύρο.
Μπήκα από μια ολονύκτια φυγή
στη δοκιμασία της αμυχής.
Παγωμένα κεριά οι σκέψεις
πετάρισαν στον αρχαίο ελαιώνα.
Δεν ανακάλυψα κάτι πιο παλιό απ’ το θάνατο
(και τον κρότο του σκοταδιού)
Έφυγα με τα χέρια κλειστά
προς τον ελαιώνα που δε θα θυμάμαι πια
(Αλλά κοιτάζω κατά πού τραβάει ο ορίζοντας και
παραμερίζω λίγο ακόμη
για να ξανάρθει κάτι)
ΦΟΥΓΚΑ
Κι ύστερα ξεκρέμασα την ακτή
Απ’ τα μπράτσα σου
Το περιβραχιόνιο της αμμουδιάς
Ζήσαμε τις κερασιές
Το φιλί του Μάη
Τη συναρμολόγηση της φωτιάς
Το αναλόγιο της αγάπης
Εξηγήσαμε όλα τα θαύματα
Περπατήσαμε τους δρόμους της πόλης
Παίξαμε σαν φυσαρμόνικες παιδιών
Θλιβερά χαρούμενες
Κρατήσαμε τη λάμπα ανοιχτή
Καρωτίδα φωτός
Είδαμε το φθινόπωρο να ρίχνει φύλλα
Την ώρα να βγάζει παγετώνες από το στήθος
Το χάος να κυβερνιέται από το χάος
Συνεταιριστήκαμε αγωνία
Ανεβήκαμε στους εξώστες
Δειπνήσαμε ως αργά
ΩΜΕΓΑ
Πέθανα όταν δεν ήξερα πώς
αλλιώς να σιωπήσω
(να καρατομήσω το χρόνο)
Το κορμί χωρίς σάρκα με κατέκλυσε
πηγάδι ο πηγαιμός
προς τη μετριοφροσύνη της φύσης.
Τα δευτερόλεπτα
λεπτοί ξυλοκόποι της μέρας
πάσχιζαν να τετραγωνίσουν το μαύρο.
Μπήκα από μια ολονύκτια φυγή
στη δοκιμασία της αμυχής.
Παγωμένα κεριά οι σκέψεις
πετάρισαν στον αρχαίο ελαιώνα.
Δεν ανακάλυψα κάτι πιο παλιό απ’ το θάνατο
(και τον κρότο του σκοταδιού)
Έφυγα με τα χέρια κλειστά
προς τον ελαιώνα που δε θα θυμάμαι πια
(Αλλά κοιτάζω κατά πού τραβάει ο ορίζοντας και
παραμερίζω λίγο ακόμη
για να ξανάρθει κάτι)
ΠΟΙΗΤΗΣ ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ
Ποίηση
η εκκρεμότητα
ανάμεσα στη θάλασσα
και τη θάλασσα
Έβρεχε ακόμη στα χέρια του ποιητή
Με τόσους ποταμούς ανάμεσα
Πώς ν’ ανοίξει το παράθυρο
Να σπείρει ψάρια στα νερά
Πώς να σύρει πίσω τις κουρτίνες των χρόνων
Ήθελε να τραβήξει μαλακά το μάνταλο
Να ξεχειλώσει τη συνήθεια ως το μέγεθος της πόρτας
Να φιλοξενήσει λίγο έξω κόσμο
Ό,τι χωρέσουν τα έπιπλα
Απ’ τα κομμάτια του δρόμου
Απ’ τις στροφές του γυρισμού
Να βάλει τους περαστικούς να πιούν τσάι
Να κατοικήσουν την ίδια μεριά της λέξης
Να μυρίσουν τα κυκλάμινα στην ελάχιστη γλάστρα τους
Να τους δείξει σειρές μάτια στις φωτογραφίες
Υάκινθος η φωνή του
τρία ποιήματα
από την ποιητική συλλογή
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΟΛΗ
της Ελευθερίας Κυρίτση
εκδ. ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
2013
εικόνα
φυσαρμόνικες παιδιών
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου
2014
(ο τίτλος οφείλεται στο ποίημα ΦΟΥΓΚΑ)
η εκκρεμότητα
ανάμεσα στη θάλασσα
και τη θάλασσα
Έβρεχε ακόμη στα χέρια του ποιητή
Με τόσους ποταμούς ανάμεσα
Πώς ν’ ανοίξει το παράθυρο
Να σπείρει ψάρια στα νερά
Πώς να σύρει πίσω τις κουρτίνες των χρόνων
Ήθελε να τραβήξει μαλακά το μάνταλο
Να ξεχειλώσει τη συνήθεια ως το μέγεθος της πόρτας
Να φιλοξενήσει λίγο έξω κόσμο
Ό,τι χωρέσουν τα έπιπλα
Απ’ τα κομμάτια του δρόμου
Απ’ τις στροφές του γυρισμού
Να βάλει τους περαστικούς να πιούν τσάι
Να κατοικήσουν την ίδια μεριά της λέξης
Να μυρίσουν τα κυκλάμινα στην ελάχιστη γλάστρα τους
Να τους δείξει σειρές μάτια στις φωτογραφίες
Υάκινθος η φωνή του
τρία ποιήματα
από την ποιητική συλλογή
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΟΛΗ
της Ελευθερίας Κυρίτση
εκδ. ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ
2013
εικόνα
φυσαρμόνικες παιδιών
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου
2014
(ο τίτλος οφείλεται στο ποίημα ΦΟΥΓΚΑ)