Μαγνητοφωνημένα aποσπάσματα
από
τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ του Βασίλη Πολύζου
στο Ρ/Σ «ΔΙΑΥΛΟΣ 10» (1987-1988)
Ενημερωτικά:
Για τις μέρες μου στον Ρ/Σ ΔΙΑΥΛΟΣ 10
δείτε ανάρτηση
σε τούτο το μπλογκ την περασμένη Δευτέρα
(23.12.2013),
καθώς και προηγούμενες (4.11.13, 28.11.13 και 3.12.13),
με ιστορικό και αποσπάσματα από την εκπομπή ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ.
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει το ποίημά μου Σ’ ακούω καθαρά με τα τυπωμένα μου
κυκλώματα, μια παραλλαγή του ποιήματος με τίτλο Overπου
είχα πρωτοδημοσιεύσει στο μηνιαίο έντυπο Ο
ΣΤΡΕΦΗΣ και το περιέλαβα επίσης στο βιβλίο Επίλογοι
και άλλα
Κεκραγάρια που εκδόθηκε στα 1999 από την ΕΡΙΦΥΛΗ.
Πρίν από το ποίημα ακούγεται το σλόγκαν πόσα
ρομπότ
από την ίδια εκπομπή. Απαγγέλλει ο ηθοποιός Γιάννης
Λαμπρόπουλος.
ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ Σ΄ ακούω καθαρά
με τα τυπωμένα μου κυκλώματα
Ραδιοσκηνοθεσία, κείμενα
και μουσικές επιλογές: Βασίλης
Πολύζος Απαγγελία Γιάννης
Λαμπρόπουλος
εικόνα: Loud & Clear εικαστικό του Βασίλη
Πολύζου
2013
Μαγνητοφωνημένα Αποσπάσματα από
τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ του Βασίλη Πολύζου
στο Ρ/Σ «ΔΙΑΥΛΟΣ 10» (1987-1988)
Ενημερωτικά:
Με το ραδιοφωνικό σταθμό ΔΙΑΥΛΟΣ 10 συνεργάστηκα
από την έναρξη της λειτουργίας του (Δεκέμβρης 1987)
και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον πολιτιστικό
τομέα.
Μετά από σχετική πρότασή μου στη Διεύθυνση του Ρ/Σ
ανέλαβα να κάνω τρεις βδομαδιάτικες εκπομπές (Πρόσωπα και Ντοκουμέντα, Το Βιβλίο στο Τραπέζι,
Μικροκύματα).
Τα Μικροκύματα τα είχα σχεδιάσει και τα υλοποίησα
ως ένα ωριαίο ραδιοφωνικό μαγκαζίνο με περιεχόμενο λόγου (ποίηση, μικρά σκετς, κοινωνικοπολιτική σάτιρα) και μουσικής. Η εκπομπή μεταδιδόταν κάθε Κυριακή.
Τα κείμενα στην εκπομπή αυτή διάβαζαν οι ηθοποιοί Γιάννης Λαμπρόπουλος και Μαρία Δημητρούκα. Σε μερικές από τις εκπομπές είχε πάρει επίσης
μέρος και ο ηθοποιός Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.
Να μην παραλείψω να αναφέρω ακόμη την πολύτιμη
κατα περίπτωση φιλική συνδρομή (όχι μονο στα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ, αλλά και στα υπόλοιπα θέματα)
της Κατερίνας Καμηλάκη, της Σοφίας Σφυρόερα,
του Μηνά Ταταλίδη, του Κώστα Φωτόπουλου.
Τέλος, να σημειώσω ότι για το μοντάζ της εκπομπής
συνεργάστηκα αρχικά με τον Φραγκίσκο (μου διαφεύγει το
επώνυμο, είχε στούντιο στην αρχή της Ιπποκράτους
μπαίνοντας από Αλεξάνδρας) και αργότερα με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.
Στις αναρτήσεις με τίτλο ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ/ Από τις μέρες μου στο Δίαυλο 10 παρουσίαζω (εδώ ή και στο μπλογκ
ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ) χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ. (Δείτε προηγούμενες αναρτήσεις
σε τούτο το μπλογκ, 4 και 28 Νοεμβρίου 2013).
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει το ποίημα Τραγούδι Κρεολού του μεγάλου Αϊτινού συγγραφέα
και ποιητή FélixMorisseu-Leroy (1912-1998}
μεταφρασμένο στα Ελληνικά από την ποιήτρια
Ρίτα Μπούμη-Παππά (Ο μαύρος αδελφός· Παγκόσμια
ανθολογία νέγρικης ποίησης. Αθήνα, Τύμφη, 1973),
όπως το απήγγειλε στην εκπομπή ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ
ο ηθοποιός Γιάννης Λαμπρόπουλος. Τραγούδι Κρεολού
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Για τη ζωή, τη δράση και το έργο του Morisseau-Leroy,
καθώς και για την καθοριστική συμβολή του στην
αναγνώριση της Κρεόλικης διαλέκτου ως επίσημης
γλώσσας, δείτε συνοπτικά στην WIKIPEDIA (λήμμα FelixMorisseau-Leroy).
Β.Π. 23.12.2013
KAI ENA MHNYMA! ΔΕΙΤΕ ΣΗΜΕΡΑ
ΣΤΗ ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ dizzilander.blogspot.gr Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στην...Άγρια Δύση!
In my dream,
drilling into the marrow
of my entire bone,
my real dream,
I'm walking up and down Beacon Hill
searching for a street sign -
namely MERCY STREET.
Not there.
I try the Back Bay.
Not there.
Not there.
And yet I know the number.
45 Mercy Street.
I know the stained-glass window
of the foyer,
the three flights of the house
with its parquet floors.
I know the furniture and
mother, grandmother, great-grandmother,
the servants.
I know the cupboard of Spode
the boat of ice, solid silver,
where the butter sits in neat squares
like strange giant's teeth
on the big mahogany table.
I know it well.
Not there.
Where did you go?
45 Mercy Street,
with great-grandmother
kneeling in her whale-bone corset
and praying gently but fiercely
to the wash basin,
at five A.M.
at noon
dozing in her wiggy rocker,
grandfather taking a nap in the pantry,
grandmother pushing the bell for the downstairs maid,
and Nana rocking Mother with an oversized flower
on her forehead to cover the curl
of when she was good and when she was...
And where she was begat
and in a generation
the third she will beget,
me,
with the stranger's seed blooming
into the flower called Horrid.
I walk in a yellow dress
and a white pocketbook stuffed with cigarettes,
enough pills, my wallet, my keys,
and being twenty-eight, or is it forty-five?
I walk. I walk.
I hold matches at street signs
for it is dark,
as dark as the leathery dead
and I have lost my green Ford,
my house in the suburbs,
two little kids
sucked up like pollen by the bee in me
and a husband
who has wiped off his eyes
in order not to see my inside out
and I am walking and looking
and this is no dream
just my oily life
where the people are alibis
and the street is unfindable for an
entire lifetime.
Pull the shades down -
I don't care!
Bolt the door, mercy,
erase the number,
rip down the street sign,
what can it matter,
what can it matter to this cheapskate
who wants to own the past
that went out on a dead ship
and left me only with paper?
Not there.
I open my pocketbook,
as women do,
and fish swim back and forth
between the dollars and the lipstick.
I pick them out,
one by one
and throw them at the street signs,
and shoot my pocketbook
into the Charles River.
Next I pull the dream off
and slam into the cement wall
of the clumsy calendar
I live in,
my life,
and its hauled up
notebooks.
VICTORIA όχι τους
δρόμους που βαδίσαμε
μα τη νοσταλγία της κίνησης
όχι τη θάλασσα
μα ένα χαμόγελο απλωμένο πάνω στα
νερά όχι το
ταξίδι
μα τα δέντρα που χόρευαν
προτού να φτάσει το τρένο στο σταθμό
ένα ποίημα espresso στο φλιτζάνι
και το άρωμα της μικρής σερβιτόρας
απ’ το Αζερμπαϊτζάν
αυτά θα κρατήσω στο τέλος
τ’ απαραίτητα
Βασίλης Πολύζος Victoria Κρεολή Σελήνη
ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2010 Victoria μετείκασμα του Βασίλη Πολύζου
2013
don’t you ask random questions
questions are pregnant amoebae
questions multiply and divide incessantly
three heads for the one cut
ten heads for the one burnt
the birth of an answer breeds another question
demanding justification
nasciturus pro jam nato habetur
its share of death
as the wise raw man said
answers are eternal additions and subtractions
looming behind marble sepulchers
leaving only darkness in their inverse wake
traumata with countless solutions and none
Μαγνητοφωνημένα Αποσπάσματα από
τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ του Βασίλη Πολύζου
στο Ρ/Σ «ΔΙΑΥΛΟΣ 10» (1987-1988)
Ενημερωτικά:
Με το ραδιοφωνικό σταθμό ΔΙΑΥΛΟΣ 10 συνεργάστηκα
από την έναρξη της λειτουργίας του (Δεκέμβρης 1987)
και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον πολιτιστικό
τομέα.
Μετά από σχετική πρότασή μου στη Διεύθυνση του Ρ/Σ
ανέλαβα να κάνω τρεις βδομαδιάτικες εκπομπές (Πρόσωπα και Ντοκουμέντα, Το Βιβλίο στο Τραπέζι,
Μικροκύματα).
Τα Μικροκύματα τα είχα σχεδιάσει και τα υλοποίησα
ως ένα ωριαίο ραδιοφωνικό μαγκαζίνο με περιεχόμενο λόγου (ποίηση, μικρά σκετς, κοινωνικοπολιτική σάτιρα) και μουσικής. Η εκπομπή μεταδιδόταν κάθε Κυριακή.
Τα κείμενα στην εκπομπή αυτή διάβαζαν οι ηθοποιοί Γιάννης Λαμπρόπουλος και Μαρία Δημητρούκα. Σε μερικές από τις εκπομπές είχε πάρει επίσης
μέρος και ο ηθοποιός Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.
Να μην παραλείψω να αναφέρω ακόμη την πολύτιμη
κατα περίπτωση φιλική συνδρομή (όχι μονο στα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ, αλλά και στα υπόλοιπα θέματα)
της Κατερίνας Καμηλάκη, της Σοφίας Σφυρόερα,
του Μηνά Ταταλίδη, του Κώστα Φωτόπουλου.
Τέλος, να σημειώσω ότι για το μοντάζ της εκπομπής
συνεργάστηκα αρχικά με τον Φραγκίσκο (μου διαφεύγει το
επώνυμο, είχε στούντιο στην αρχή της Ιπποκράτους
μπαίνοντας από Αλεξάνδρας) και αργότερα με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.
Στις αναρτήσεις με τίτλο ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ/ Από τις μέρες μου στο Δίαυλο 10 παρουσίαζω (εδώ ή και στο μπλογκ
ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ) χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ. (Δείτε προηγούμενες αναρτήσεις
σε τούτο το μπλογκ, 4 και 28 Νοεμβρίου 2013).
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει
τήν άκακη παρλάτα: Βραδιά Όπερας
Ακούγονται και οι φωνές
της Μαρίας Δημητρούκα
(εκφωνήτρια)
και του Βασίλη Πολύζου
(ως πνεύμα του PietroScarpini!) εικόνα: OperaNight (figureQueenofWandsfrom legacydivinetarotdeckofcards)
Μαγνητοφωνημένα Αποσπάσματα από
τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ του Βασίλη Πολύζου
στο Ρ/Σ «ΔΙΑΥΛΟΣ 10» (1987-1988)
Ενημερωτικά:
Με το ραδιοφωνικό σταθμό ΔΙΑΥΛΟΣ 10 συνεργάστηκα
από την έναρξη της λειτουργίας του (Δεκέμβρης 1987)
και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον πολιτιστικό
τομέα.
Μετά από σχετική πρότασή μου στη Διεύθυνση του Ρ/Σ
ανέλαβα να κάνω τρεις βδομαδιάτικες εκπομπές (Πρόσωπα και Ντοκουμέντα, Το Βιβλίο στο Τραπέζι,
Μικροκύματα).
Τα Μικροκύματα τα είχα σχεδιάσει και τα υλοποίησα
ως ένα ωριαίο ραδιοφωνικό μαγκαζίνο με περιεχόμενο λόγου (ποίηση, μικρά σκετς, κοινωνικοπολιτική σάτιρα) και μουσικής. Η εκπομπή μεταδιδόταν κάθε Κυριακή.
Τα κείμενα στην εκπομπή αυτή διάβαζαν οι ηθοποιοί Γιάννης Λαμπρόπουλος και Μαρία Δημητρούκα. Σε μερικές από τις εκπομπές είχε πάρει επίσης
μέρος και ο ηθοποιός Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.
Να μην παραλείψω να αναφέρω ακόμη την πολύτιμη
κατα περίπτωση φιλική συνδρομή (όχι μονο στα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ, αλλά και στα υπόλοιπα θέματα)
της Κατερίνας Καμηλάκη, της Σοφίας Σφυρόερα,
του Μηνά Ταταλίδη, του Κώστα Φωτόπουλου.
Τέλος, να σημειώσω ότι για το μοντάζ της εκπομπής
συνεργάστηκα αρχικά με τον Φραγκίσκο (μου διαφεύγει το
επώνυμο, είχε στούντιο στην αρχή της Ιπποκράτους
μπαίνοντας από Αλεξάνδρας) και αργότερα με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.
Στις αναρτήσεις με τίτλο ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ/ Από τις μέρες μου στο Δίαυλο 10 θα παρουσιάζω (εδώ ή και στο μπλογκ
ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ) χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ. (Δείτε και την
προηγούμενησχετική
ανάρτηση σε τούτο το μπλογκ, 4 Νοεμβρίου 2013). Ένα μόνιμο στοιχείο του σχεδιασμού, ήταν και τα «ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ", χιουμοριστικά σποτάκια
με σατιρική διάθεση που εναλλάσσονταν ομαδοποιημένα
στη ροή κάθε εκπομπής, παίρνοντας αρκετές φορές αφορμή
από διαφημίσεις που κυκλοφορούσαν κατά κόρον (και βάλε!)
στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κανάλια, πληγώνοντας
και τα αυτιά και την αισθητική του αποδέκτη.
Ένα δείγμα από τα «ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ»
των ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΩΝ παρουσιάζω εδώ σήμερα.
(VIDEO).
Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο
τζάκι μου τ' αναμμένα
κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα
σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που
βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αβγό. Τράβηξε
ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια
πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι
το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια.
Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα.
Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογίζομαι
επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του
άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε
σταυρό. Από πού μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα 'λεγες
πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν
αδέξια, παλαβά, με ορμή -χτυπούσαν πάνω στους τοίχους
της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνανε
το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα
ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει.
Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί
μου σαν κυκλοφορία. Όταν τέλειωσε να υψώνει τα χέρια,
όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα
ξαφνικό πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του
ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε
μονοκόμματα μ' έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι,
έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε,
κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί
του τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα
με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι
πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που
εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε
απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος.
Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα
χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα,
ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. ΄Ανοιξα τα μάτια. Τον
είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλλένια σφαίρα,
στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο
πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του,
σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξανα-
ζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν,
σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα
μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα,
από το παράθυρο που δεν ξέρω πως, βρέθηκε ανοιχτό.
Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από
μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον
κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε- πάνω από
το πορφυρό κορμί, θα 'λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλα-
ματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους
μυκηναϊκούς τάφους, μ' ένα μυτερό γένι που άγγιζε την
τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την
πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σαν να είχαν
σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο με
κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό
του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια,
το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη
φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα
τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ' αυτά.
Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του
την πρώτη. Θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ' ένα βιβλίο
πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο.
Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους
πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι
σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω
γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα.
Τα 'κλεισε. ΄Εκανε να σηκωθεί, μα θα είταν τρομερά δύσκολο,
γιατί φαινόταν ν' αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη
δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας
γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα
τρομερά χλωμό. προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα
μαλλιά σα πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά
σε μιά αγωνία, είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα,
πως είχα κάτι νικήσει.
Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα
πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα
που είναι ζωγραφισμένη πάνω στο χαλί μου.
Γιώργος Σεφέρης Νιζίνσκι από το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
πηγή: ΠΟΙΗΜΑΤΑ εκδ. ΙΚΑΡΟΣ (18η έκδοση)
Evgeni Plushenko dancing on ice Tribute to Vaslav Nijinsky
violin: Edvin Marton
“When I look back I seem to remember singing. Yet it was always silent in that long warm room.
Impenetrable , those walls , we thought, Dark with ancient shields. The light Shone on the head of a girl or young limbs Spread carelessly. And the low voices Rose in the silence and were lost as in water.
Yet, for all it was quiet and warm as a hand, If one of us drew the curtains A threaded rain blew carelessly outside. Sometimes a wind crept, swaying the flames, And set shadows crouching on the walls, Or a wolf howled in the wide night outside, And feeling our flesh chilled we drew together.
But for a while the dance went on - That is how it seems to me now: Slow forms moving calm through Pools of light like gold net on the floor. It might have gone on, dream-like, for ever.
But between one year and the next – a new wind blew ? The rain rotted the walls at last ? Wolves’ snouts came thrusting at the fallen beams ?
It is so long ago. But sometimes I remember the curtained room And hear the far-off youthful voices singing.”
στο δρόμο
ανάμεσα σ’ ασβεστωμένους τοίχους
με λουλακί παράθυρα
κάτω από φως βραδείας καύσεως
χωρίς περιττές σκιάσεις
φάνηκαν τα πήλινα σώματα
τα πήλινα χέρια
χλεύη κεραμέως
κάποιος με ψαθάκι μεσοπολέμου
ροζ επιστήθιο μαντίλι
και λοιπά παραφερνάλια
γλίστρησε στο πεζοδρόμιο
πατώντας πάνω σε βρεγμένον ήλιο
ο
πατέρας μου ήταν ποιητής
ομολόγησε ανακρινόμενος ο Αντρέι Ταρκόφσκι χελιδόνια ψαλίδιζαν τον ουρανό μου
έρχονται
μακρινές φωνές
είναι τα κορίτσια της ροζ πλατείας
οι μικρές τυμπανίστριες
βαδίζουν σε δυο ατέρμονες σειρές
κρατάνε στην κοιλιά τους έμβρυα
χρωματιστά με βάμμα ιωδίου
έρχονται
φωνές
με νοσταλγία πεύκου
με χρώματα βαθιάς θαλάσσης
στο
λιμάνι φορτώνουν σε παλέτες
σαπούνι Μασσαλίας
την όλη διαδικασία επιβλέπει
Αιμίλιος ο Εκτελωνιστής
πλήρης διασαφήσεων
κινείται κατά μήκος δύο Λισαβώνων
κι ενός Λονδίνου
και κάθε Τρίτη
Ρώμη-Μαδρίτη
έρχονται
φωνές γεμάτες στάχτη
αν ζήσουν τα ορφανά ως το καλοκαίρι
θα τα φιλοξενήσουμε στην κατασκήνωση
τι καλά τι καλά
στ’ αρχαία Τρίκαλα
έρχονται
κραυγές
ο
πατέρας μου ομολόγησε
ανακρινόμενη η δεσποινίς Συλβία Πλαθ ήταν ο κυρ Διαμαντής λαϊκός φωτογράφος και φιλοναζί
χρημάτισε επίσης σαρωθροποιός και νεωκόρος
-και στά στερνά του κηροπλάστης-
χάθηκε μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί γεμάτο μέλισσες
Βασίλης Πολύζος σπαράγματα ένα ποίημα από το βιβλίο μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ*
και άλλα αμφίδρομα εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2008
SOLARIS/IconbyEmiliusRubliov εικαστικό του Βασίλη
Πολύζου 2013
Από τις μέρες μου στο Δίαυλο 10 Μαγνητοφωνημένα Αποσπάσματα από
τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ του Βασίλη Πολύζου
στο Ρ/Σ «ΔΙΑΥΛΟΣ 10» (1987-1988)
Ενημερωτικά:
Με το ραδιοφωνικό σταθμό ΔΙΑΥΛΟΣ 10
συνεργάστηκα
από την έναρξη της λειτουργίας του (Δεκέμβρης 1987)
και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στον πολιτιστικό
τομέα.
Μετά από σχετική πρότασή μου στη Διεύθυνση του Ρ/Σ
ανέλαβα να κάνω τρεις βδομαδιάτικες εκπομπές (Πρόσωπα και Ντοκουμέντα, Το Βιβλίο στο
Τραπέζι,
Μικροκύματα).
Τα Μικροκύματα τα είχα σχεδιάσει και
τα υλοποίησα
ως ένα ωριαίο ραδιοφωνικό μαγκαζίνο με περιεχόμενο λόγου (ποίηση, μικρά σκετς,
κοινωνικοπολιτική σάτιρα) και μουσικής. Η εκπομπή μεταδιδόταν
κάθε Κυριακή.
Τα κείμενα στην εκπομπή αυτή διάβαζαν οι ηθοποιοί Γιάννης Λαμπρόπουλος και Μαρία Δημητρούκα. Σε μερικές από τις εκπομπές είχε πάρει επίσης
μέρος και ο ηθοποιός Δημήτρης
Παπακωνσταντίνου.
Να μην παραλείψω να αναφέρω ακόμη την πολύτιμη
κατα περίπτωση φιλική συνδρομή (όχι μονο στα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ, αλλά και στα υπόλοιπα
θέματα)
της Κατερίνας Καμηλάκη, της Σοφίας Σφυρόερα,
του Μηνά Ταταλίδη, του Κώστα Φωτόπουλου.
Τέλος, να σημειώσω ότι για το μοντάζ της εκπομπής
συνεργάστηκα αρχικά με τον Φραγκίσκο και
αργότερα με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.
Στις αναρτήσεις με τίτλο ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ/ Από τις μέρες μου στο
Δίαυλο 10 θα παρουσιάσω (εδώ ή
και στο μπλογκ
ΔΙΖΙΛΑΝΔΗ) χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ.
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει το σκετς: Συνεντεύξεις Κείμενα και ραδιοσκηνοθεσία: Βασίλης Πολύζος Στίχοι και μουσική σύνθεση «σου αλλάξανε
τα βάρδουλα»: Βασίλης Πολύζος Δημοσιογράφος: Μαρία Δημητρούκα
Μίστος, λαϊκός συνθέτης: Γιάννης
Λαμπρόπουλος Τραγουδάει «σου αλλάξανε τα βάρδουλα»:
η Μαρία Δημητρούκα
Τη νύχτα η πόλη είναι
αλλιώτικη
οι σκυφτοί φανοστάτες διαβάζουν εμβριθώς
το DNA των εντόμων
μικροί μινώταυροι αλυχτάν κατά το φεγγάρι
κι η Αφροδίτη ξέστηθη στο σταυροδρόμι
φωνάζει Ρούντι, Ρούντι, μήπως είδατε το Ρούντι
ο καρπός της κοιλίας μου ταξιδεύει incognito
στο υποθαλάσσιο φως μέσα σε σφραγισμένη γυάλα.
Ώρα μία και κάτι, κρέμονται τσαμπιά οι πεταλούδες
στην κλειστή πόρτα του φαρμακείου come, Mr. Tallyman, tally me banana σε λίγο πέφτει ομίχλη, θα φανεί η άμαξα
ζεμένη τρία αλλόφρονα άλογα, χωρίς αμαξηλάτη
νά γράφει κύκλους στο λιθόστρωτο της κεντρικής πλατείας
στο πίσω κάθισμα, στα μπλε βελούδα, κάτωχρη η Ινφάντα έχασα, κλαψουρίζει, το ανεχτίμητο ζαφείρι μου
ξάπλωσα στα τριαντάφυλλα εντελώς ανυποψίαστη
φορώντας μόνο τις γαλάζιες καλτσοδέτες μου
και μια σταγόνα μύρο απ’ τη Φοινίκη.
Κλεισμένος στο εργαστήρι του ο Amadeus
παίζει στο πιάνο ένα φιαλίδιο κοκαΐνη
κατά τον τρόπο χιτζασκιάρ.
cobalt blue
ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από τη συλλογή DIZZILAND
ΕΡΙΦΥΛΗ 2001