Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην...Άγρια Δύση!
Του Βασίλη Πολύζου
Στο προ-λογικό κείμενο του βιβλίου μου
Επίλογοι και άλλα
Κεκραγάρια (εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 1999) σημείωνα, μεταξύ άλλων:
Κοσμοκαλόγερος μετέφρασε γουέστερν αντί πινακίου φακής.
Η αναφορά ήταν για τον
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το διήγημα
The Luck of Roaring Camp του αμερικανού συγγραφέα
Bret Harte,
̶ διήγημα που είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης με τίτλο
Η Καλή Τύχη του Ρώριν-Καμπ.
Είχα την καλή τύχη να διαβάσω σε πολύ μικρή ηλικία το διήγημα
αυτό στη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, σε μια έκδοση του 1905,
(ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΤΟΜΟΣ 1), του εν Αθήναις βιβλιοπωλείου ΜΠΕΚ ΚΑΙ ΜΠΑΡΤ (*),
που περιλάμβανε επίσης το μυθιστόρημα
Το Παράδοξον Έγκλημα
υπό Α. ΚΟΝΑΝ ΔΟΫΛ (τουτέστιν το
A Study in Scarlet του
Conan Doyle),
σε μετάφραση
Χ. Άννινου. (δείτε εικόνα επάνω). Δεν θυμάμαι πώς
είχε βρεθεί στα χέρια μου ο τόμος αυτός.
Στο νου μου η μετάφραση αυτή σηματοδότησε αργότερα μιαν ακόμη
διάσταση στο έργο και την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη.
Είχα και έχω πάντοτε την εντύπωση, ότι η επιλογή του να μεταφράσει
Μπρέτ Χαρτ δεν ήταν τυχαία. Συνδέεται κατά τη γνώμη μου με την
πρώτη μεγάλη έξοδο Ελλήνων μεταναστών στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα προς
τη γη της επαγγελίας, που την αίσθησή της συναντάμε
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη,
-έξοδο προς ένα ακόμη ψεύτικο όνειρο, παράλληλα προς την έξοδο
των αμερικάνων εποικιστών, χρυσοθηρών και παντός είδους
τυχοδιωκτών προς την
άγρια δύση και προς το ψευδεπίγραφο
και εφιαλτικό
αmerican dream (στην πρώτη του εμφάνιση), που
περιγράφει στα διηγήματά του ο Μπρετ Χαρτ, αυτός ο αφελής
λαϊκός κοινωνιστής εκείνων των ημερών, περίπου σύγχρονος
του Παπαδιαμάντη και θαυμαστής του Καρόλου Ντίκενς.
Πολλά χρόνια πρίν από την έκδοση των
Κεκραγαρίων (αν θυμάμαι
καλά στα μέσα της δεκαετίας του 80) σε ημερίδα για τον
Παπαδιαμάντη που οργανώθηκε στο Πνευματικό Κέντρο
του Δήμου Αθηναίων, όπου είχα παρευρεθεί, έκανα μια εκ του
προχείρου παρέμβαση για το θέμα αυτό και για τη σημασία του
στο να διαφωτίσει μια ακόμη πτυχή του έργου του Παπαδιαμάντη.
Παραθέτω παρακάτω ένα εκτεταμένο απόσπασμα από
τη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, καθώς και το αντίστοιχο
κομμάτι του πρωτότυπου, για την αντιπαραβολή.
Είναι πράγματι μοναδικός ο τρόπος που ο μεγάλος Σκιαθίτης
λογοτέχνης μεταφέρει απαραμείωτα την γλωσσική αίσθηση,
το κλίμα του wild west, το πικρό, στακάτο χιούμορ, τη σκληράδα
και την τρυφερότητα μαζί, που στοιχειώνει την αφήγηση
του Μπρετ Χαρτ.
Βασίλης Πολύζος 23/12/2011
(*) Οι Βαυαροί Μπεκ και Μπαρτ διατηρούσαν βιβλιοπωλείο στην Πλατεία
Συντάγματος. Το 1898 ο Κώστας Ελευθερουδάκης συνεταιρίστηκε μαζί τους
και μερικά χρόνια αργότερα το βιβλιοπωλείο περιήλθε εξ ολοκλήρου
σ’ αυτόν. Δείτε σχετικά άρθρο του Νίκου Μπακουνάκη στην εφημερίδα
ΤΟ ΒΗΜΑ,12.3.2006, Η νίκη της Νίκης
Β.Π.
Η ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΡΩΡΙΝ-ΚΑΜΠΥΠΟ ΜΠΡΕΤ ΧΑΡΤ
(απόσπασμα)
Μετάφραση Αλ. Παπαδιαμάντη
“Μεγάλο κακό εγίνετο εις το Ρώριν-Καμπ. Δεν ηδύνατο να είναι
μάχη, διότι εις τα 1850 τοιούτόν τι δεν ήτο αρκετα πρωτοφανές
ίνα συναθροίση επί το αυτό όλην την μικράν αποικίαν. Όχι μόνον
οι λάκκοι και τα μεταλλεία είχον ερημωθή, αλλά και το καπηλείον
του Τούττλη είχε στείλει όλους τους χαρτοπαίκτας του, οίτινες,
σημειώσατε, αταράχως εξηκολούθησαν το παιγνίδι των την
ημέραν καθ’ ην ο Φραντσεζοπέπης και ο Κανακατζώης με δύο
πιστολιές εφόνευσαν ο είς τον άλλον εις τον εμπροσθινόν θάλαμον.
Όλον το στρατόπεδον είχε συναθροισθή εμπρός εις μίαν μπαράκαν
εις το έσχατον άκρον του περιβόλου της αποικίας. Η συνομιλία
εγίνετο με τόνον χαμηλόν, αλλά τ’ όνομα μιας γυναικός συχνά
επανελαμβάνετο. Ήτο όνομα πολύ γνωστόν εις την αποικίαν,
η Τσέροκη-Σάλλη.
Όσον ολιγώτερα είπωμεν δι’ αυτήν, τόσον καλύτερα. Ήτο μία
παλιογυναίκα, και φόβος είναι μη είχε πολλά κρίματα. Αλλά τον
καιρόν εκείνον αυτή ήτο η μόνη γυναίκα εις το Ρώριν-Καμπ, και
ακριβώς τότε κατέκειτο εις την εσχάτην ανάγκην, οπόταν τα μάλιστα
εχρειάζετο τας περιποιήσεις του ιδίου φύλου της. Παραλυμένη,
εγκαταλελειμμένη και άφιλος, υπέφερε βάσανα, αρκετά σκληρά ήδη
ανίσως περιεβάλλετο από άλλων γυναικών τας συμπαθείας, πλην
τώρα τρομερά εν τη μοναξία της. Η προπατορική κατάρα ήλθεν επ’
αυτήν εν τη αρχεγόνω εκείνη μοναξία, ήτις τόσον φοβεράν πρέπει να
έκαμε την τιμωρίαν της πρώτης παραβάσεως. Και εις την στιγμήν
καθ’ ην τα μέγιστα είχεν ανάγκην της εμφύτου τρυφερότητος και
νοσηλείας του φύλου της, αντίκρυζε μόνοντα σκληρά όμματα των
αρρένων συναποίκων της. Ουχ ήττον ολίγοι εκ των θεατών είχον
συγκινηθή, πιστεύω, από τους πόνους της. Ο Σάνδης Τίπτων εφρόνει
ότι ήτο κάπως σκληρόν δια την Σάλλην, και εις την σκέψιν περί της
καταστάσεώς της επί στιγμήν ηθέλησε να λησμονήσει μεγαλοψύχως
το γεγονός ότι είχεν ένα άσσον και δύο ατού εις την χειρίδα του.
Πρέπει να σημειωθή, προσέτι, ότι η περίστασις ήτο πρωτοφανής.
Ο θάνατοι δεν ήσαν ποσώς άγνωστοι εις Ρώριν-Καμπ, αλλά
γέννησις ήτο καινοφανές πράγμα. Πολλοί απεπέμφθησαν από το
πόλισμα τελειωτιώς, οριστικώς, και χωρίς να είναι δυνατόν να
επιστρέψωσιν˙ αλλ’ αυτή ήτο η πρώτη φορά καθ’ ην εισήγετό τις
εις αυτό από της πρώτης στιγμής του βίου του. Εντεύθεν η κρατούσα
έξαψις.
̶ Πήγαινε μέσα, Στούμπη, είπεν είς προέχων πολίτης, όστις ωνομάζετο
επι το πομπωδέστερον Κεντούκιος, απευθυνόμενος προς ένα από
τους αργοσχόλους. Πήγαιν’ εκεί μέσα, και ιδέ τι μπορείς να κάμεις.
Έχεις πειραν ς’ αυτά τα πράγματα.
Ίσως και να ήτο κατάληλος η εκλογή. Ο Στούμπης, εις άλλα μέρη,
είχε χρηματίσει οικογενειάρχης εις το διπλούν˙ και χάρις εις
μερικάς παρατυπίας ως προς τα συνοικέσια ταύτα, το Ρώριν-Καμπ,
ως πόλις-άσυλον όπου ήτον, τον είχεν αποκτήσει πολίτην. Το πλήθος
επεκρότησε την εκλογήν, και ο Στούμπης είχε την φρόνησιν να
υποταχθή εις την πλειονοψηφίαν. Η θύρα εκλείσθη οπίσω από τον
αυτοσχέδιον χειρουργόν και μαιευτήρα, και το Ρώριν-Καμπ εκάθισεν
απ’ έξω, εκάπνιζε την πίπαν του, και επερίμενε την έκβασιν…”
................................................................
THE LUCK OF ROARING CAMP
By
Bret Harte (1836-1902)
“THERE was commotion in Roaring Camp. It could not have been a
fight, for in 1805 that was not novel enough to have called together
the entire settlement. The ditches and claims were not only deserted,
but “Tuttle’s grocery” had contributed its gamblers, who, it will be
remembered, calmly continued their game the day that French Pete
and Kanaka Joe shot each other to death over the bar in the front room.
The whole camp was collected before a rude cabin on the outer edge
of the clearing. Conversation was carried on in a low tone, but
the name of a woman was frequently repeated. It was a name familiar
enough in the camp,—“Cherokee Sal.”
Perhaps the less said of her the better. She was a coarse, and, it is
to be feared, a very sinful woman. But at that time she was the only
woman in Roaring Camp, and was just then lying in sore extremity,
when she most needed the ministration of her own sex. Dissolute,
abandoned, and irreclaimable, she was yet suffering a martyrdom
hard enough to bear even when veiled by sympathizing womanhood,
but now terrible in her loneliness. The primal curse had come to her
in that original isolation which must have made the punishment
of the first transgression so dreadful. It was, perhaps, part of the
expiation of her sin, that, at a moment when she most lacked her sex’s
intuitive tenderness and care, she met only the half-contemptuous
faces of her masculine associates. Yet a few of the spectators were,
I think, touched by her sufferings. Sandy Tipton thought it was
“rough on Sal,” and, in the contemplation of her condition, for a
moment rose superior to the fact that he had an ace and two
bowers in his sleeve.
It will be seen, also, that the situation was novel. Deaths were by no
means uncommon in Roaring Camp, but a birth was a new thing.
People had been dismissed the camp effectively, finally, and with
no possibility of return; but this was the first time that anybody had
been introduced ab initio. Hence the excitement.
“You go in there, Stumpy,” said a prominent citizen known as “Kentuck,”
addressing one of the loungers. “Go in there, and see what you kin do.
You’ve had experience in them things.”
Perhaps there was a fitness in the selection. Stumpy, in other climes,
had been the putative head of two families; in fact, it was owing
to some legal informality in these proceedings that Roaring Camp
—a city of refuge—was indebted to his company. The crowd approved
the choice, and Stumpy was wise enough to bow to the majority.
The door closed on the extempore surgeon and midwife, and Roaring
Camp sat down outside, smoked its pipe, and awaited the issue…”
……………………………………………………………………….