..................Τα 24 Χωριά (3)
..........Στη μνήμη του Κίτσου Μακρή
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το ντοκιμαντέρ «Τα 24 Χωριά» προβλήθηκε από την εκπομπή
«Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα» της ΕΡΤ 1 το 1985,
καθώς και τις δυο επόμενες χρονιές σε επανάληψη.
Έρευνα και κείμενο-σενάριο: Βασίλης Πολύζος
Σκηνοθεσία: Κώστας Φωτόπουλος
Δ/νση φωτογραφίας: Βαγγέλης Καραμανίδης
Μοντάζ: Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου
Η ανάρτηση αφιερώνεται στη μνήμη
του λαογράφου Κίτσου Μακρή
που η αμέριστη συνδρομή του
και οι πολύωρες συνεντεύξεις
που μου παραχώρησε στο 1985
στο σπίτι του στο Βόλο
στάθηκαν πολύτιμες
για τη δημιουργία της ταινίας.
....................................................................
..........Στη μνήμη του Κίτσου Μακρή
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το ντοκιμαντέρ «Τα 24 Χωριά» προβλήθηκε από την εκπομπή
«Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα» της ΕΡΤ 1 το 1985,
καθώς και τις δυο επόμενες χρονιές σε επανάληψη.
Έρευνα και κείμενο-σενάριο: Βασίλης Πολύζος
Σκηνοθεσία: Κώστας Φωτόπουλος
Δ/νση φωτογραφίας: Βαγγέλης Καραμανίδης
Μοντάζ: Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου
Η ανάρτηση αφιερώνεται στη μνήμη
του λαογράφου Κίτσου Μακρή
που η αμέριστη συνδρομή του
και οι πολύωρες συνεντεύξεις
που μου παραχώρησε στο 1985
στο σπίτι του στο Βόλο
στάθηκαν πολύτιμες
για τη δημιουργία της ταινίας.
....................................................................
Τα 24 Χωριά (3)
του Βασίλη Πολύζου
(αποσπάσματα από το κείμενο:
συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Σημ.: Μέσα σε αγκύλες και με πλάγια γράμματα
παραθέτω κομμάτια από τις συνεντεύξεις
του Κίτσου Μακρή, τα οποία ακούγονταν
και στην ταινία με τη φωνή του.
Εκτός αγκυλών το δικό μου κείμενο.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα τα «τζάκια» αρχίζουν
να ξεπέφτουν στο Πήλιο. Νέα ανερχόμενη τάξη
οι βιοτέχνες, οι έμποροι, οι πραματευτάδες.
Μεγάλα εργαστήρια κατασκευάζουν έτοιμα
παπούτσια, παντόφλες, μετάφια, δισάκια, τουρβάδες.
Στην Πορταριά, ζωνάρια, γαϊτάνια, μαντίλια,
μπρισίμια και μεσίνια.
Το πιο κερδοφόρο προϊόν των πηλιορείτικων χωριών,
είναι την εποχή αυτή το μετάξι. Είκοσι πέντε χιλιάδες
οκάδες η ετήσια παραγωγή. Πουλιέται στη Θεσσαλονίκη,
στη Χίο και στον Τύρναβο. Εξάγεται στη Γερμανία
και στη Βενετιά. Από αυτύ γίνονται τα περίφημα
ζαγοριανά μαντίλια, που συναγωνίζονται τα φημισμένα
μαντίλια της Λυών.
[Κίτσος Μακρής.
Υπάρχουν, βασικά, δύο τύποι πηλιορείτικων
χωριών: ο μονοκύτταρος και ο πολυκύτταρος.
Στην ουσία, ο πολυκύτταρος δεν είναι παρά
ένας μερισμός του μονοκύτταρου χωριού.
Υπάρχει στο κέντρο η πλατεία, όχι μόνο με την
έννοια μιας επίπεδης επιφάνειας, αλλά εκεί όπου
συγκεντρώνεται η κοινωνική, η οικονομική και
η πολιτιστική ζωή του χωριού. Εκεί υπάρχει κατά
κανόνα η κεντρική βρύση, η εκκλησία, τα καταστήματα
και -τις περισσότερες φορές- το κοινοτικό γραφείο.
Και ακτινωτά πλέον, πάντοτε βέβαια προσαρμοσμένα
στις διακυμάνσεις του εδάφους, ξεκινάνε τα καλντερίμια,
τα οποία συνδέουν τις διάφορες συνοικίες με το κέντρο.]
Πηλιορείτικες εκκλησιές.
Παναγίες των καλντεριμιών.
Μάρτυρες της πέτρας
και του καστανόξυλου που μαύρισε στον ήλιο.
Όσιοι της βουνοπλαγιάς
αγναντεύοντας το Τρίκκερι.
του Βασίλη Πολύζου
(αποσπάσματα από το κείμενο:
συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Σημ.: Μέσα σε αγκύλες και με πλάγια γράμματα
παραθέτω κομμάτια από τις συνεντεύξεις
του Κίτσου Μακρή, τα οποία ακούγονταν
και στην ταινία με τη φωνή του.
Εκτός αγκυλών το δικό μου κείμενο.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα τα «τζάκια» αρχίζουν
να ξεπέφτουν στο Πήλιο. Νέα ανερχόμενη τάξη
οι βιοτέχνες, οι έμποροι, οι πραματευτάδες.
Μεγάλα εργαστήρια κατασκευάζουν έτοιμα
παπούτσια, παντόφλες, μετάφια, δισάκια, τουρβάδες.
Στην Πορταριά, ζωνάρια, γαϊτάνια, μαντίλια,
μπρισίμια και μεσίνια.
Το πιο κερδοφόρο προϊόν των πηλιορείτικων χωριών,
είναι την εποχή αυτή το μετάξι. Είκοσι πέντε χιλιάδες
οκάδες η ετήσια παραγωγή. Πουλιέται στη Θεσσαλονίκη,
στη Χίο και στον Τύρναβο. Εξάγεται στη Γερμανία
και στη Βενετιά. Από αυτύ γίνονται τα περίφημα
ζαγοριανά μαντίλια, που συναγωνίζονται τα φημισμένα
μαντίλια της Λυών.
[Κίτσος Μακρής.
Υπάρχουν, βασικά, δύο τύποι πηλιορείτικων
χωριών: ο μονοκύτταρος και ο πολυκύτταρος.
Στην ουσία, ο πολυκύτταρος δεν είναι παρά
ένας μερισμός του μονοκύτταρου χωριού.
Υπάρχει στο κέντρο η πλατεία, όχι μόνο με την
έννοια μιας επίπεδης επιφάνειας, αλλά εκεί όπου
συγκεντρώνεται η κοινωνική, η οικονομική και
η πολιτιστική ζωή του χωριού. Εκεί υπάρχει κατά
κανόνα η κεντρική βρύση, η εκκλησία, τα καταστήματα
και -τις περισσότερες φορές- το κοινοτικό γραφείο.
Και ακτινωτά πλέον, πάντοτε βέβαια προσαρμοσμένα
στις διακυμάνσεις του εδάφους, ξεκινάνε τα καλντερίμια,
τα οποία συνδέουν τις διάφορες συνοικίες με το κέντρο.]
Πηλιορείτικες εκκλησιές.
Παναγίες των καλντεριμιών.
Μάρτυρες της πέτρας
και του καστανόξυλου που μαύρισε στον ήλιο.
Όσιοι της βουνοπλαγιάς
αγναντεύοντας το Τρίκκερι.
Κολόνες αρθρωτές με πέτρινους σπονδύλους
Κολόνες δέντρα που αναστήθηκαν σ’ αυτό το χώμα.
Ξύλινες στέγες να φωλιάζουνε τα χελιδόνια
Κάτω από τις δροσερές πλάκες του Πρόπαν
Λιθόστρωτες αυλές και νάρθηκες να παίζουν τα παιδιά.
Στις κόγχες, στα υπέρθυρα, στα τέμπλα και στους άμβωνες
Μέσα στα σκαλιστά αμπέλια του Πηλίου
Δικέφαλοι αετοί και περιστέρια
Αγγέλοι, κένταυροι και σάτυροι
Ο αρχαίος όφις και του Μάρκου το λιοντάρι.
Κι ο πηλιορείτης Παντοκράτορας
Με το στριφτό μουστάκι
Και το μελισσολόι των αγίων
Ήρθαν εδώ απ’ τα χωράφια κι από τα λιοτρίβια
Σκαρφάλωσαν στο τύμπανο του θόλου
Ακούμπησαν δεξιά ζερβά στους τοίχους
Και σκύβοντας αμίλητοι
Διαβάζουν το Ωρολόγιον το Μέγα
Και τα Μηναία της λαϊκής δημιουργίας.
Προσκυνώ, Λαέ, τα έργα των χεριών Σου
Μάστορα, δοξάζω την τέχνη Σου.
[Ντοκουμέντο:
«Εσυμφώνησα εγώ ο μαστρο-Δήμος με τους ενορίτας
του Μαχαλά να φτιάξω την εκκλησία τους.
Μεροκάματο τον άνθρωπο προς γρόσια 35 την ημέρα,
το δε μουλάρι προς γρόσια 25 την ημέρα.
Να μας δίνουν από μια οκά ρακή την ημέρα
και να κάμωσι και δύο ζειαφέτια…
Προς τούτοις και τα μουλάρια μας, όταν δεν έχει
χρείαν η εκκλησία να κάθωνται. Και από τα εντόπια
μουλάρια, αν πηγαίνουν να βοηθούν χάριν ευλαβείας,
να μην εμποδίζωνται ααπό εμάς τους μαστόρους».
(Απόσπασμα από «εργολαβικό» του πρωτομάστορα
Δήμου Ζηπανιώτη. (Δες: Κίτσου Μακρή: «Η Λαϊκή
Τέχνη του Πηλίου»), εκδ। «Μέλισσα». ]
(θα συνεχιστεί)
Ξύλινες στέγες να φωλιάζουνε τα χελιδόνια
Κάτω από τις δροσερές πλάκες του Πρόπαν
Λιθόστρωτες αυλές και νάρθηκες να παίζουν τα παιδιά.
Στις κόγχες, στα υπέρθυρα, στα τέμπλα και στους άμβωνες
Μέσα στα σκαλιστά αμπέλια του Πηλίου
Δικέφαλοι αετοί και περιστέρια
Αγγέλοι, κένταυροι και σάτυροι
Ο αρχαίος όφις και του Μάρκου το λιοντάρι.
Κι ο πηλιορείτης Παντοκράτορας
Με το στριφτό μουστάκι
Και το μελισσολόι των αγίων
Ήρθαν εδώ απ’ τα χωράφια κι από τα λιοτρίβια
Σκαρφάλωσαν στο τύμπανο του θόλου
Ακούμπησαν δεξιά ζερβά στους τοίχους
Και σκύβοντας αμίλητοι
Διαβάζουν το Ωρολόγιον το Μέγα
Και τα Μηναία της λαϊκής δημιουργίας.
Προσκυνώ, Λαέ, τα έργα των χεριών Σου
Μάστορα, δοξάζω την τέχνη Σου.
[Ντοκουμέντο:
«Εσυμφώνησα εγώ ο μαστρο-Δήμος με τους ενορίτας
του Μαχαλά να φτιάξω την εκκλησία τους.
Μεροκάματο τον άνθρωπο προς γρόσια 35 την ημέρα,
το δε μουλάρι προς γρόσια 25 την ημέρα.
Να μας δίνουν από μια οκά ρακή την ημέρα
και να κάμωσι και δύο ζειαφέτια…
Προς τούτοις και τα μουλάρια μας, όταν δεν έχει
χρείαν η εκκλησία να κάθωνται. Και από τα εντόπια
μουλάρια, αν πηγαίνουν να βοηθούν χάριν ευλαβείας,
να μην εμποδίζωνται ααπό εμάς τους μαστόρους».
(Απόσπασμα από «εργολαβικό» του πρωτομάστορα
Δήμου Ζηπανιώτη. (Δες: Κίτσου Μακρή: «Η Λαϊκή
Τέχνη του Πηλίου»), εκδ। «Μέλισσα». ]
(θα συνεχιστεί)