Γιάννης
Κητς
του Άγγελου Σικελιανού
"Κλώνος
του Απόλλωνα το χέρι
πλατάνου
κλώνος λείος και τροφαντός,
απλωμένος
επάνω σας να φέρει
την
αμβροσία, γαλήνη του παντός."
Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό το φωτεινό, στοχάζομουν
να φτάνεις συντροφιά μου,
με το καράβι τ' αψηλό του Μέντορα, αραγμένο αργά
στην αγκαλιά της άμμου.
Δεμένοι με των έφηβων, που πέτονται με τους θεούς,
φτερουγιαστή φιλία,
προς τα θρονιά να βαίναμε τα πέτρινα, οπού ο καιρός
κι' ο λαός εκάμαν λεία,
τον άντρα ν' αντικρύσουμε, που και στην τρίτη γενεάν
ατάραχα εκυβέρνα,
και για ταξίδια ο λόγος του και γι' άγιες γνώμες μέστωνε
στα φρένα, όσον εγέρνα.
Στης τριέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,
και τη θυσία παρέκει,
ν' ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του
σα βούισε το πελέκι,
την αργογύριστη ματιά, τη μαυροτσίνορη, άξαφνα
στα σκότη πνίγοντάς τη,
με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,
περίχρυσο που επλάστη.
Τ' απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό
η αγάπη μου λογιάστη,
σύντας γυμνό θα σ' έλουζε και μ' όμορφο θα σ' έντυνε
χιτώνα η Πολυκάστη.
Να σε ξυπνώ, στοχάζομουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,
σύντας αυγή χαράξει,
την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει
το φωτεινόν αμάξι'
κι' ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,
οπού έρχεται και πάει,
να κυβερνάμε τ' άλογα, οπού όλο σειούνε το ζυγό
στόνα και στ' άλλο πλάι.
Μα πιότερο εστοχάζομουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,
που τάχες σαν αλάφι,
στου Μενελάου τα δώματα θ' αποξεχνιώνταν στο χαλκό
και στο λαμπρό χρυσάφι
και θα τηράγανε άσειστα, βυθίζοντας τα σε βυθόν
αγύριστο στη μνήμη,
τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ' άσπρο φίλντισι,
το ιστορισμένο ασήμι.
Στοχάζομουν, σα σκύβοντας στ' αυτί θα σούλεγα μ' αργή
φωνή χαμηλωμένη:
"Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,
αγνάντια μας θα να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας,
και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας".
Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός, όμως ποιοι μ' έφεραν σε σε
χορταριασμένοι δρόμοι!
Τα πύρινα εκατόφυλλα που σόστρωσα στον τάφο σου,
κι' ανθεί για σένα η Ρώμη,
μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά
που αδρά κι' αρματωμένα
σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κυττάς τα ακέρια κι' ως κυττάς
βουλιάζουνε χαμένα -
κι' όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα
να πίθωνα μπροστά σου,
τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα -
και στη νεκρή ομορφιά σου
μια προσωπίδα ωσάν αυτή που σκέπασε των Αχαιών
το βασιλιά αποκάτου,
ολόχρυση και ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί
στο αχνάρι του θανάτου!
εικόνα
ο τάφος του John Keats στη Ρώμη