ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΖΩΣΙΜΑ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (3)
Αλλ’ η δέησις του Οσίου ουκ εισηκούσθη. Και η ηδύγελως
Ηλιοδώρα, κιχλίζουσα και τους χρυσούς πλοκάμους χερσί
λικμίζουσα, έρραινε μύρα Κύπριδος επί την διάνοιαν
του Μελωδού. Και ορχουμένη εμιμείτο μέλισσαν μυζώσαν
νέκταρ ανθέων και Αντιόπην εν περιπτύξει Σατύρου και Λήδαν
επιβαίνουσαν κύκνου και φορβάδα υφ’ ίππον αναβάτην. Και
δακτύλοις απτομένη εκιθάριζε τας αισθήσεις του ευσεβούς
ασκητού από υπάτης έως νήτης. Και ανήγαγε την επιθυμίαν
αυτού έως άκρου του στόματος• ότι ελύθη η καρδία αυτού,
αι δε φρένες αυτού ετάκησαν ωσεί κηρός από προσώπου
πυρός. Και μη δυνάμενος αντιστήναι προσέπεσε και αψάμενος
των γονάτων αυτής ικέτευε λέγων (άπερ η χειρ μου ου στέργει
γράφειν) : «Ίλεως, ίλεως γενού μοι, Ηλιοδώρα΄ ότι νυν έγνωκα,
ότι κρείσσων ώρα μία μετά σου υπέρ ζωήν όλην οσιότητος
εν γη ερήμω. Την επιθυμίαν της σαρκός μου δος μοι και την
θέλησιν των χειλέων μου μη στερήσεις με. Τας οδούς σου,
Κόρη, γνώρισόν μοι και τας τρίβους σου δίδαξόν με. Οδήγησόν
με επί την αλήθειάν σου• ότι ετοίμη η καρδία μου προς Σε».
[C.V. Ηλιοδώρας
Ολημερίς ζωγράφιζε
πάνω στους γκρίζους τοίχους της απόγνωσης
ψηλόλιγνους ηλίανθους
κι ιπτάμενα ορθόπλωρα ιππάρια
προσβάλλοντας τη δημοσία αιδώ.
Τις νύχτες άνοιγε το σώμα της στην Όστρια
και στα λιπόσαρκα σβησμένα αστέρια
που ανέβαζε το κύμα ως το κατώφλι της.
Στο θάνατό της -δυστυχώς έφυγε τόσο νέα-
η εν Τριόδοις Σύνοδος την ανακήρυξε
Αειπάρθενο των Graffiti.]
Αλλ’ η δέησις του Οσίου ουκ εισηκούσθη. Και η ηδύγελως
Ηλιοδώρα, κιχλίζουσα και τους χρυσούς πλοκάμους χερσί
λικμίζουσα, έρραινε μύρα Κύπριδος επί την διάνοιαν
του Μελωδού. Και ορχουμένη εμιμείτο μέλισσαν μυζώσαν
νέκταρ ανθέων και Αντιόπην εν περιπτύξει Σατύρου και Λήδαν
επιβαίνουσαν κύκνου και φορβάδα υφ’ ίππον αναβάτην. Και
δακτύλοις απτομένη εκιθάριζε τας αισθήσεις του ευσεβούς
ασκητού από υπάτης έως νήτης. Και ανήγαγε την επιθυμίαν
αυτού έως άκρου του στόματος• ότι ελύθη η καρδία αυτού,
αι δε φρένες αυτού ετάκησαν ωσεί κηρός από προσώπου
πυρός. Και μη δυνάμενος αντιστήναι προσέπεσε και αψάμενος
των γονάτων αυτής ικέτευε λέγων (άπερ η χειρ μου ου στέργει
γράφειν) : «Ίλεως, ίλεως γενού μοι, Ηλιοδώρα΄ ότι νυν έγνωκα,
ότι κρείσσων ώρα μία μετά σου υπέρ ζωήν όλην οσιότητος
εν γη ερήμω. Την επιθυμίαν της σαρκός μου δος μοι και την
θέλησιν των χειλέων μου μη στερήσεις με. Τας οδούς σου,
Κόρη, γνώρισόν μοι και τας τρίβους σου δίδαξόν με. Οδήγησόν
με επί την αλήθειάν σου• ότι ετοίμη η καρδία μου προς Σε».
[C.V. Ηλιοδώρας
Ολημερίς ζωγράφιζε
πάνω στους γκρίζους τοίχους της απόγνωσης
ψηλόλιγνους ηλίανθους
κι ιπτάμενα ορθόπλωρα ιππάρια
προσβάλλοντας τη δημοσία αιδώ.
Τις νύχτες άνοιγε το σώμα της στην Όστρια
και στα λιπόσαρκα σβησμένα αστέρια
που ανέβαζε το κύμα ως το κατώφλι της.
Στο θάνατό της -δυστυχώς έφυγε τόσο νέα-
η εν Τριόδοις Σύνοδος την ανακήρυξε
Αειπάρθενο των Graffiti.]