Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Κώστας Κρεμμύδας, 5 ποιήματα



Κώστας Κρεμμύδας

Στην Άννα Μέλερ,
την Ιωάννα
και τον Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους


Μεγάλη Τετάρτη
Το συνέδριο των ανόμων

Ιούδας ο δόλιος και είπεν το Κύριε Ελέησον
                                                                      τετράκις
και δωδεκάκις στη συνέχεια εν χορώ
σε ήχο τρίτο περί της ωραιότητός σου
κατόπιν τέταρτο κι έπειτα πάλι απ’ την αρχή
                                                                       ουράνια.

Τι να προλάβουνε ν’ αποστηθίσουνε τα μάτια
Δόξα και νυν και αύριο στις ταβέρνες
Τον θησαυρόν σου δολίως εμελέτησας
μα ήθελα σώνει και καλά να αγγίξω μέχρι τέλους
                                                                       και βιαίως
τ’ άρωμά σου.
Κάθε που έφευγα το χέρι σου στην άκρη
                                                                   να επιστρέφει
εκεί ορθός και πάλι ν’ ανασαίνω μόνος
στο χαμόγελό σου.
Τώρα τι να τα λέμε εκ του μακρόθεν
κι ανασφαλείς…
Λέγε με Περσεφόνη τις νύχτες.

Ο Φίλιππος στη Βηθσαϊδά
εγώ κατά Κουκάκι περιφέρομαι
και να ξεχνώ τη γενική:
Δράκου ή Δράκοντος;
Το πρώτο στη δημοτική
τα’ άλλο πιο πέρα να χάνεται στα μάτια σου.
Κι όμως σε είδα ξαφνικά να κυματίζεις
ανάμεσα σε δυο τρολέδες
γοργόνα δε ακρόπρωρο τρικάταρτο.
Στον ουρανό το μπλε
βαθύ στο χρώμα των ματιών σου
γαλάζια η λεπτή απόχρωση στα βλέφαρα
κυματοειδή τα πέπλα σου στο πορφυρό
κι εσύ φωτιά ολόρθη στους τρολέδες
να καις και να μακραίνεις μες τη νύχτα.

Απεμπολώ την ευσπλαχνία σου
                                                       ως τραμβαγέρης
οσμίζομαι νεκρόν και έρωτα.

Ξέρω τους ήχους που θα γράψω σήμερα
και νυν και αύριο στους αιώνες.

Τι μοι θέλετε δούναι;
Το σώμα σου, θα αποκριθώ
                                                   σε πέντε στίχους.
Τετύφλωκεν γαρ αυτών τους οφθαλμούς
κι οι μέρες μου να χάνονται σαν χρόνια
Φωτιά-Φανή-φωστήρας-φύσημα και φλόγα
κι ας προσπαθώ να σε διακρίνω σ’ ένα έψιλον.

Αχ, να σε ονομάτιζαν Ελένη!




Μεγάλη Πέμπτη
Έδραμεν λέγων τοις παράνομοις

Τω καιρώ εκείνω ήγγιζεν η εορτή των αζύμων
η λεγομένη Πάσχα
Τα έγραψε για Σανατά κι Ιούδα Ισκαριώτη,
                                                                  ο Λουκάς
και φθάσαν ως τις μέρες μας εσώκλειστα
μες σε γραφεία της αποστροφής μας
να περιμένουν την κλαγγή των τηλεφώνων
όταν εσύ θα πάλλεσαι
ψυχότροφος και καιομένη
μυσταγωγούσα τον Ιουγούρθα
                                                           στα στήθη σου

Ενώ εγώ
ημιθανής και απορών στο έπακρο
σε πούρα ενίοτε και άφιλτρα Σαντέ
θα προσπαθώ να επισπεύδω τη μορφή σου:
δυο πόδια πέρα μακριά στα σύνορα
δύο ραφές κι ύστερα τρεις να χάνονται
και πάλι

παρανοϊκός παράνομος φετιχιστής
                                                     ως μελλοθάνατος.
Ποιος τάχα όρισε το πάθος της ποιήσεως;
Και το περίστροφο σύριζα στον κρόταφο
αγγίζει με τη φλέβα του εγκεφάλου
Η παλλομένη κι εφάπτεται.

Ο δήμιος τραβά τον κέρσορα κι οπλίζει
πάνω στο κούτελο ιδρώτας λιγοστός
Ειν’ η μορφή κι η θύμησή σου
που πονάει.

Θα την πληρώσεις, πρόσεξε, μου είπαν
Μα δεν άκουσα…
[Ποιος θα νοιαστεί για τον κατάδικο
σε τέτοιες ώρες;]

Η απαλή στην άκρη φλόγα πλησιάζει
αδημονεί να καταλάβει το κρανίο,
μετά την εμπλοκή την πρώτη.

Δια Λαζάρου την έγερσιν Κύριε
το Ωσαννά σοι εκραύγαζον
την ώρα που το πλοίο έλυνε.
Κάποιοι απήγαγον τον Ιησούν,
εμέ καθόλου
και έτυπτον αυτού την κεφαλήν καλάμω
κι ο δήμιος να κοιτά με απληστία
                                          και να οπλίζει πάλι
και ενέπτυον αυτώ και τιθέντες τα γόνατα
προσεκύνουν αυτώ
την ώρα που με σώριαζαν
                                           στα έξι μέτρα.


 

Μεγάλη Παρασκευή
Τα ρήματά μου ενώτισαι Κύριε
                                                       
                                               
                       Και αγγέλων στρατιαί εξπλήττοντο
                       συγκατάβασιν δοξάζουσα την σην


Το προσπαθώ μα είναι φάλτσο.
Ο ένας τενόρος νεκρός
από το χέρι της καλής του χτυπημένος
Ήταν σοπράνο, ή κοντράλτο;
δε θυμάμαι
Εγώ την ώρα εκείνη εκλιπαρούσα εύνοια
ανάμεσα σε κίονες σκυμμένος
στο κέντρο του ναού Διός
δυο σπιθαμές δίπλα στα πέρατα του Άδη
την ύστατη στιγμή πριν τις ωδίνες.
Ήταν ολότελα δικά μου πια τα πάθη.

Ο Χέντελ ευλογούσε τον Μεσσία
κι εγώ απέθετα το σώμα σου
                                               γυμνό
αρχαιοπρεπές αράθυμο και εναγώνιο
ανάμεσα σε κύματα θαλάσσης,
μύρα κι αιθέρια έλαια γης με παπαρούνες.

Φορούσες μόνο τα γυαλιά ηλίου
ένα κολιέ σε δυο στροφές
ένα ζευγάρι γάντια με δαντέλα
και τ’ άρωμα του ντεκολτέ να επιμένει.

Στο διπλανό δωμάτιο ο Ιουγούρθας
μιλούσε με τη γλώσσα των χεριών
προσπάθησα κι εγώ να καταλάβω.
Μα είμαι μονάχα οκτώ και θέλω να σ’ αγγίξω
                                                           ως το δέκα
ειδάλλως θα χαθώ και δεν τ’ αξίζω.  

Το πτώμα μου κάποια στιγμή στη Σαλαμίνα
ως φάντασμα παρηκμασμένο κι άλαλο
μιλώ για τα ρητά και τα αζιμούθια
«Σώτερ και πάτερ στους αιώνες κι αύριο
και μακριά και πέρατα και νυν
μην κρύβεστε στ’ αμπάρια,
είμαι κοντά σας
μη χάνεστε, μη λείπετε, δεν πρέπει.

Πιάσε το χέρι μου, διστάζω
Πώς γίνεται με τους νεκρούς; ρωτάς.
Όμως δεσμεύομαι να σ’ απαντήσω.

Το πλοίο φεύγει για τη Σίφνο το πρωί
εκεί, εγώ και μόνος, περιμένω
ο πρίγκιπας Τζουζέπε Λαμπεντούζα
Γατόπαρδος τυφλός λησμονημένος
τρεμάμενος νεκρός και κρεμασμένος
δίχως ανάσταση και δίχως αύριοενσταντανέ σε ένα θέαμα μακάβριο.


Μεγάλο Σάββατο
Ως ανίδεος νεκρός καταφαίνεται

Ω θαυμάτων ξένων! Ω πραγμάτων καινών!
ξεμοναχιάζω τις θλίψεις σας
τρυπώνω αγιάτρευτα στο φως και το φεγγάρι
Το στόμα μου πικρό να επιμένει
νεκρός εγώ και ομιλών κρυφίως
τυφλός ορών τα πάντα και το τίποτα
παρών και μακριά συγχρόνως
στα βάθη τους να χάνομαι και πάλι ν’ ανασαίνω
                                                                 στο φιλί σου
όχι θεός, αλλά ημίθεος πλέον
που λαχταρά ν’ αρπάξει το κορμί σου.

Αν δεν σε ’λεγαν Άννα κι ήσουν Άλκηστις
εγώ θα προτιμούσα το «Οδυσσέας»
σε κείνη την ακρογιαλιά βράδυ με πτώματα
δεμένος στα πισθάγκωνα Σειρήνων
εσύ να κυματίζει σαν ακρόπρωρο
που φεύγει με τα κύματα, σαν πάντα.
Θα φώναζα «Θοδώρα» τ’ όνομά σου
Μαντώ, μου ανταπαντάς, και χάνεσαι
τρικάβαλο στις θάλασσας τον τάφο.

Τρέχω να σε ’βρω καβαλώντας μια Yamaha
πατάω γκάζι και ορμάω πάλι
ίδιος ιπτάμενος κι απελπισμένος.

Τι τα ’θελες αγόρι στη νύχτα;
ακούγεται η μάνα μου κλαμένη
να ραίνει με φιλιά το σάβανό μου

Εγώ εκεί, ξανά και πάλι ν’ ανασαίνω
ανάμεσα στα πόδια σου πεσμένος
μόνος νεκρός εν μέσω αναστάσεων.
Κυριακή του Πάσχα
Άγγελος εβόα τη κεχαριτωμένη

Παρθένε, χαίρε και πάλιν ερώ
μακράν του Κόκκινου Στρατού ισόβιος
στο άλλον κόσμο ανάμεσα σε όστρακα και αστερίες
ανασκαλεύω το άχραντο κορμί σου.

Το παλαιοπωλείο του Ντον
                                         και να με πνίγει
παιδί για τα θελήματα ο Μπομπ
                                         στο τέλος άγιος
(με τη φρεσκάδα μιας μορφής σε αποσύνθεση
πλάι στο τζάμι)
κι ο δάσκαλος μαζί, Ουόλτερ Κόουλ.

Σκληραίνει το παιχνίδι και φοβάμαι.
Αΐντα, Ρανταμές και Άμνερις σε άλλο πλάνο
να ψάλλουν και ν’ ακούγονται στο βάθος:
εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμίν σου
ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη
στο ανάκτορο της Μέμφιδας
σε πράξη πρώτη: την απειλή πολέμου.
«Δεν έφταιγα, και συ με καταδίκαζες»
δεν ήξερα τις εντολές
«στάκα», «κολόνα» και «σεβάλ» οι όροι
μονά-ζυγά, πουσέτ και μαύρα-κόκκινα
ήταν τα μόνα που αποστήθισα για χάρη σου.

Το πέρασμα του Άδη πια με σκίασε
οι υπόλοιποι νεκροί είναι παρόντες
σώσον και γνώσαι τας πληγάς του αύριο
αλίμονο σε ζωντανούς του τώρα.

Τις ο Θεός, ο μέγας;
Τ’ άρωμά σου.
Συ ο ποιών θαυμάσια;
Όχι, άλλος.
Ήλιος αντί πυράς και Μωυσέως;
 Δικαιοσύνη.

Γύρισα τρεις στροφές στο εαυτό μου
διψούσα και φοβόμουν μες τη νύχτα
ανάβανε φωτιές στις παραλίες
κι ευθύς να ξεπροβάλλει εκ της θαλάσσης
ερωτική ευτυχισμένη η μορφή σου
ολόλευκη Παρθένα με νυμφίο.

Άτιμε Ούγκο, ανακράζω σε κι ορμάω
αρπάζω το σπαθί, πέρα η θήκη
ολόγυμνος με δίχως πανοπλία
(άσπρο σεντόνι μόνο ρούχο φαντασμάτων).

Εάν μη ίδων εις τα χέρια αυτού τον τύπο
δε βάλω τη δεξιά μου στα πλευρά του
ουδέποτε πιστεύσω σας ή άλλον.

Δεν πρόφτασα ν’ αρθρώσω άλλη λέξη
ο Ούγκο καταφέρνει μια στο στέρνο
έπειτα τρεις κι πάλι εφτά με μίσος φορτισμένος.

Πώς το τολμάς; δολοφονίες φαντασμάτων;
Φεύγω και τρέχω ο δειλός μέσα στη νύχτα.
Το γέλιο σου με κυνηγά και τρέμω
τι φόβος πέραν της ντροπής και της μωρίας.

Το ζοφερό της άγνοιας τέλος με προσμένει.
Είμαι νεκρός και πάλι αναστημένος
Μα φοβάμαι.
Πώς να το πω το πριν και το δοξάσθαι
                                                          στους αγγέλους
απ’ άγγελο να φεύγω πληγωμένος.

Κλείνω τα μάτια μα θυμάμαι τη μορφή σου
σε θέλω, σ’ ερωτεύομαι τα βράδια
Αγγίζω απαλά το ωραίο κορμί σου
Σε παίρνω τρυφερά μες στα σκοτάδια

Πώς να ’ναι τα ουρί του Παραδείσου;
Τόσο γλυκιά, κι ας με πονά η θύμησή σου. 
5 ποιήματα του Κώστα Κρεμμύδα    


Εικόνα: Το αναγνωστήριο
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου
2004  

Δεν υπάρχουν σχόλια: