Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Αναδρομές: Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία (7ο, τελευταίο), ΕΡΤ 1, 23.11.1986



Σημείωση - σύνδεση με τα προηγούμενα


Η ταινία-ντοκιμαντέρ
Θέλει Αρετήν και Τόλμην

η Ελευθερία γυρίστηκε για λογαριασμό
της εκπομπής Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα
το φθινόπωρο του 1986 και προβλήθηκε από
την τηλεόραση της ΕΡΤ ως αφιέρωμα στην ημέρα
της Εθνικής Αντίστασης, στις 23 του Νοέμβρη 1986
(δείτε το σχετικό, αναλυτικό δημοσίευμα στη
Ραδιοτηλεόραση, τεύχος 875, 22-28 Νοεμ. 1986,
που δημοσίευσα στην πρώτη ανάρτηση του θέματος αυτού
σε τούτο το ιστολόγιο 23.11.2011).


Συντελεστές της ταινίας:

Σενάριο και σκηνοθεσία: Βασίλης Πολύζος
Κάμερες: Σ. Μιχαλόπουλος, Δ. Μπασκάκης, Π.Μαρινόπουλος
Ηχολήπτης: Α. Κολλιός
Μοντάζ: Γ. Φωτεινάκης
Μιξάζ: Γ. Ελματζόγλου
Μουσική επιμέλεια: Βασίλης Πολύζος
Εικαστικός σύμβουλος: Μάνος Στεφανίδης


Όπως σημειώνεται και στο δημοσίευμα της Ραδιοτηλεόρασης

ο πόλεμος, η κατοχή και η αντίσταση δίνονται αποκλειστικά
μέσα από το εικαστικό υλικό της εποχής, που έτσι στην πρώτη
ανάγνωσή του, λειτουργεί με τον πρωτογενή του ρόλο
καταγραφοντας τα γεγονότα, αποτυπώνοντας τη θυσία,
σαλπίζοντας τα μηνύματα του αγώνα.


Για τις ανάγκες ζωντανής τεκμηρίωσης της ταινίας κατέθεσαν 

τις μαρτυρίες τους ο χαράκτης, καθηγητής της ΑΣΚΤ 
Κώστας Γραμματόπουλος, ο ζωγράφος Γιώργος
Φαρσακίδης και ο γλύπτης Δημήτρης Κατσικογιάννης.


Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, μια συνομιλία ανάμεσα 

στον ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν και στον ιστορικό τέχνης 
Μάνο Στεφανίδη, τότε επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης 
(η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της παρούσας 
ανάρτησης, μαζί με ένα επιλογικό σχόλιο του Κώστα 
Γραμματόπουλου) ανιχνεύει το σημερινό τρόπο ανάγνωσης
της αντιστασιακής τέχνης.



Προηγούμενες αναρτήσεις εδώ:

23.11.2011, 3.12.2011, 12.12.2011, 18.12.2011, 8.1.2012
3.3.2012
Βασίλης Πολύζος, 28 Ιουνίου 2012


Συνέχεια

Μάνος Στεφανίδης:

Κύριε Μπαχαριάν, και έχετε ζήσει την εποχή και έχετε
προσφέρει, έχετε τη δική σας συμμετοχή, αλλά και ύστερα
θά ‘λεγα σαν θεωρητικός της εικαστικής προσφοράς κατά
τη διάρκεια της αντίστασης, έχετε συλλέξει υλικό, έχετε κάνει
εκθέσεις και πρόσφατα μια πολύ σοβαρή έκδοση, που
καταθέτει τρόπον τινα το υλικό αυτό. Και συνάμα επιτρέπει
σ’ εμάς τους νεότερους και να το μελετήσουμε, αλλά και
να το αξιολογήσουμε. Εγώ θα ’θελα να μείνω στο εξής πολύ
σημαντικό στοιχείο: ότι δηλαδή η Αντίσταση στους Έλληνες
εικαστικούς είναι ένα γεγονός απόλυτο. Καθοριστικό.
Δηλαδή, συμμετέχουν όλοι, με ελάχιστες, μοναδιαίες
εξαιρέσεις, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες χώρες την ίδια
αυτή κρίσιμη περίοδο του πολέμου. Πού το αποδίδετε αυτό;

Ασαντούρ Μπαχαριάν:
Το θέμα είναι πάρα πολύ πλούσιο και πάρα πολύ δύσκολο.
Δεν ξέρω πώς να το προσεγγίσω. Σαν αγωνιστής, σαν καλλιτέχνης,
ή σαν απλός Έλληνας που έζησε μερικά γεγονότα.

 Μιλώντας για την αντίσταση, πρέπει να διευκρινίσουμε τι
λέμε εμείς οι αντιστασιακοί. Αντίσταση, λέμε ότι είναι όποιος
πήρε ένα τουφέκι να πολεμήσει τον εχθρό, το φασίστα, τον
κατακτητή είναι αντιστασιακός, ανεξάρτητα σε ποια
αντιστασιακή οργάνωση ανήκει. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει
να διευκρινίσω, ότι ο Γοργοπόταμος  - και έχει καθοριστεί
σαν  ημέρα εθνικής εορτής-  συμβολίζει ακριβώς αυτή τη
συγκεκριμένηεποχή, αυτή την τάση, όλοι οι Έλληνες
μονιασμένοι, οι ανταρτικές, οι αντιστασιακές οργανώσεις
συνυπάρχουν, συνεργάζονται, ταυτόχρονα, μαζί,
γι αυτή τη μεγάλη αντιστασιακή πράξη, η οποία χαρακτηρίζει
και συμβολίζει αυτό που λέμε Εθνική Αντίσταση.

 Τώρα, το πρόβλημα, η συμμετοχή των καλλιτεχνών σ’ αυτό
που λέμε Πόλεμος, Κατοχή και Αντίσταση, δεν είναι τόσο απλό.
Υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι άμεσα συμμετείχαν στην
Αντίσταση, πήραν το ντουφέκι, ανέβηκαν στο βουνό, ή
τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στα οδοφράγματα ή στα
πεζοδρόμια, που δεν έχουν αφήσει αντιστασιακό εικαστικό
έργο.

Στεφανίδης: Λίγα ονόματα, θα μας λέγατε;

Μπαχαριάν:  Ναι. Δηλαδή, δεν μπορώ, ας πούμε, να ξεχάσω
με κανέναν τρόπο τον Ιάσονα το Μολφέση, ο οποίος τότε
ήταν καθηγητής μας στη Σχολή Καλών Τεχνών κι άμα ψάξεις
να βρεις  –έψαξα για το βιβλίο-  ένα αντιστασιακό έργο δεν
βρίσκω, αλλά αυτό δε σημαίνει...

Στεφανίδης:  το Βαρκιτζή να μην ξεχάσουμε... το Μέμο
το Μακρή...



Μπαχαριάν: ...τον Ευθυμιάδη, ο οποίος έχει σκοτωθεί σε μάχη
και δεν τον ξέρει κανένας. Αγωνιστής. Και υπάρχει και η άλλη
κατηγορία, των αντιστασιακών που με εικαστικό έργο
συμβάλλουν σ΄αυτό που λέμε αντίσταση κατά του φασισμού,
της δικτατορίας, των κατακτητών και λοιπά. Είναι δυο
κατηγορίες.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, αυτή που λέμε η νεότερη
γενιά που ενώ δεν έχουν εμπειρία, δεν έχουν συμμετοχή,
ήταν μικρά παιδιά, αλλά το ίδιο το θέμα τους συγκινεί, τους
ενθουσιάζει, και –πολύ αργότερα- δουλεύουν αντιστασιακά
θέματα.
Ά, μιλώντας για το εικαστικό έργο για την περίοδο αυτή,
κάπου γίνεται –κι από τα πράγματα βγαίνει- μια ταύτιση
μόνον με τη χαρακτική. Υπάρχει και ένα άλλο εικαστικό έργο
το οποίο δεν ήταν εύκολο ούτε να διασωθεί, ούτε να φυλαχτεί... 


...ούτε και να επαναληφθεί, να ξαναγίνει, ήταν μοναδικά έργα.
Δηλαδή, μ’ αυτή την έννοια, η δουλειά που έκανε ο Φέρτης,
ο Γιολδάσης, ο Κορωναίος απάνω στην Ελεύθερη Ελλάδα
πανό ζωγραφισμένα, είτε τοιχογραφίες, τέτοια πράγματα.                                     
Ή, δεν μπορώ να ξεχάσω, ας πούμε,  τα πανό που ζωγραφίζαμε
και πηγαίναμε τότε στα ηλεκτρικά καλώδια μ’ ένα ξύλο απάνω,
με σπάγκο, πετάγαμε το σπάγκο με την πέτρα από τη μια μεριά,
από την άλλη τραβάγαμε το σπάγκο, σηκωνόταν το πανό ψηλά,
κοβόντανε και την άλλη μέρα έπρεπε να ρθει η πυροσβεστική
με σκάλες και τα λοιπά, να τα κατεβάσουνε. Υπάρχουν λοιπόν
τέτοια εικαστικά έργα. Ή αυτά που γινόντουσαν πάνω στους
τοίχους ...               

Στεφανίδης: ...τοιχογραφίες...

Μπαχαριάν: ...τοιχογραφίες.
Κάποιοι καλλιτέχνες είχαν την ικανότητα και στις πιο τραγικές 
στιγμές να διατηρήσουν, ας πούμε...

Στεφανίδης: ...το χαμόγελο.

Μπαχαριάν: ...το χαμόγελο. Την ανθρωπιά. Μια στάση. Και 
κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες οι οποίοι πραγματικά μπορέσανε 
με το πηγούνι το τεντωμένο, το μπράτσο, τη γροθιά σφιγμένη, 
με την παντιέρα ας πούμε, να διεγείρουν, να ενθουσιάσουν, 
να ξεσηκώσουν τον κόσμο για εξέγερση, για επανάσταση,
για απελευθερωτικό αγώνα.




Στεφανίδης: Εδώ θα ’θελα να σας κάνω μια παρέμβαση, γιατί
ξεχάσαμε και τη γλυπτική που εκείνη την εποχή, βέβαια, τα
μέσα είναι πενιχρά, ακείται όμως έστω με αυτά τα πενιχρά
μέσα. Δηλαδή δεν είναι τυχαίο, ότι ο Καπράλος στο χωριό του
κάνει τη μακέτα...

Μπαχαριάν: Μπορούμε να ξεχάσουμε τον Απάρτη,
το Ζογγολόπουλο, το Λουκόπουλο;
Εδώ, αν θέλουμε, να κάνουμε και μια διάκριση.  Ένας ποιητής,
ένας  λογοτέχνης μ’ ένα μολύβι κι ένα τετράδιο μπορούσε να
συγκρατήσει  ολόκληρο έργο. Ένας ζωγράφος, ή ένας γλύπτης
πολύ περισσότερο, που θέλει όγκο, που θέλει χώρο, ήταν
αδύνατον και πρέπει να πούμε, ότι εαν δε βγήκε ποτέ μεγάλο
έργο εικαστικό, αντάξιο ας πούμε του αγώνα του λαού, αυτό
οφείλεται και στις συνθήκες που επακολούθησαν.

Στεφανίδης: Στα πενιχρά μέσα.

Μπαχαριάν: Όχι, όχι. Και στις συνθήκες. Δηλαδή, υπήρξαν
αγωνιστές  οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να κρύψουν ότι είχαν
συμμετοχή στην αντίσταση, διότι υπήρχε ο διωγμός. Μ’ αυτή
την έννοια, το εικαστικό έργο δεν είναι εύκολο να κρυφτεί.
Πήγαινε κατευθείαν στην καταστροφή. Πήγαινε κατευθείαν
στην εξαφάνιση. Δηλαδή εδώ δεν έγινε κάποια στιγμή αυτό
που λέμε δικαίωση, οπότε άνθρωποι που είχαν άμεση συμμετοχή
κρυβόντουσαν ότι ήταν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.

Στεφανίδης: Και είχαν και έργο.

Μπαχαριάν: Και είχαν και έργο. Και καταστράφηκαν και από
τους ίδιους. Κρύφτηκαν. Σφάχτηκαν.

Στεφανίδης: Να ποια είναι η καινούργια άποψη, η καινούργια
οπτική αυτών των νεότερων, για τους οποίους μιλήσαμε
προηγουμένως, οι οποίοι επιστρέφουν στην εποχή. Δεν είναι
μόνο η συναισθηματική, αλλά είναι περισσότερο μια κριτική
διάθεση. Βλέπουνε την περίοδο της Αντίστασης σε συνάφεια με
την περίοδο της δικτατορίας. Δηλαδή βρίσκουν κοινά στοιχεία.
Η κατοχή η εχθρική και μετά η δικτατορία των Απριλιανών.
Και από την άλλη πλευρά, με μια κοινωνιολογική κριτική
ανάλυση βρίσκουν ότι όλες, αν θέλετε, οι νεοπλασίες
του νεότερού μας βίου, της νεότερης Ελλάδας έχουν την
αφετηρία τους εκεί, σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο και τελικά
στην αδικαίωτη αντίσταση που έχει διχάσει τον Ελληνισμό και
που κάνει αυτούς που λέτε τους πάρα πολύ σημαντικούς να
κρύβονται ή ακόμη και να ντρέπονται για τη συμμετοχή τους.

Μπαχαριάν:   Αυτό ήταν παλαιότερα. Ξέρετε, με την ευκαιρία
αυτή ήθελα να τονίσω κάτι. Όσοι παλιοί φίλοι, συναγωνιστές
με ακούνε και που είναι σκόρπιοι σ’ όλα τα χωριά και στις
πόλεις, ας πούμε, της Ελλάδας, νομίζω ότι κάπου εμείς, η δική
μας γενιά θα πρέπει σιγά σιγά ν’ αποσυρθούν και ν’ αφήσουν
τους νεότερους, τους ιστορικούς και τα λοιπά, σωστά να
μελετήσουν όλο αυτό το θέμα.
Εμείς είμαστε φορτισμένοι συναισθηματικά, περνάν τα δικά
μας υποκειμενικά...


...Δηλαδή, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω όταν
ο Κώστας απ’ την Κοκκινιά μου έλεγε, Μπαχαριάν, το πρώτο
κορίτσι που θα το φιλήσεις, θα είναι για μένα, αν εκτελεστώ
.
Είμαστε τόσο φορτισμένοι...


...Λοιπόν, τι ήθελα να πω.
Κινδυνεύουμε αυτή τη στιγμή, σ’ όλη την Ελλάδα να στηθούν
κακότεχνα μνημεία για την Εθνική Αντίσταση. Ντε και καλά,
θέλουν ένα άγαλμα με φυσεκλίκια.

Στεφανίδης: Πολύ σημαντικό αυτό που θίγετε. Πάρα πολύ
σημαντικό.

Μπαχαριάν: Επειδή ένα μνημείο δεν αφορά μόνο μια
συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά καί ταυτόχρονα κάνει
και μια αισθητική αγωγή στο κοινό.

Στεφανίδης: Διαχρονικά.

Μπαχαριάν: Διαχρονικά. Θα πρέπει κάπου να αφήσουμε εμείς,
οι αντιστασιακές οργανώσεις, οι φίλοι και οι συναγωνιστές
της γενιάς μου, οι νεότεροι  να το αντιμετωπίσουν με μια
νηφαλιότητα, ώστε  αυτά τα μνημεία που θα στηθούν να μη
ντρεπόμαστε γι’ αυτά. Γι’ αυτό, νομίζω, ότι κάπου εσείς οι
νεότεροι ιστορικοί της τέχνης, διαθέστε λιγάκι περισσότερο
χρόνο.
Εμείς κάναμε μια προσπάθεια,την ενωμένη Εθνική Αντίσταση,
συγκεντρώσαμε αυτό το υλικό για το βιβλίο που λέει
Εικαστικές Μαρτυρίες, ώστε και σαν πνεύμα και σαν κλίμα
να δώσουμε ότι η δουλειά αυτή δεν προέρχεται ντε και καλά
από μια πολιτική παράταξη. Εδώ μέσα υπάρχει συμμετοχή.
Ας πούμε, ο Ουμβέρτος Αργυρός μ’ αυτό τον ιμπρεσιονισμό του
έχει δουλέψει και με καλά αποτελέσματα όλο αυτό το έπος
της Αλβανίας, ή ο Αλεξανδράκης και τόσοι άλλοι...

Στεφανίδης: ...ο Πολυκανδριώτης. Βέβαια.


Μπαχαριάν: ...και τόσοι άλλοι. Εδώ, ας πούμε, τα σχέδια
του Πολυκανδριώτη είναι συγκλονιστικά, του Αντώνη του Κανά
είναι συγκλονιστικά εδώ. Δηλαδή κάπου και οι πολιτικές
παρατάξεις φέρνουν μια κάποια ευθύνη.
Δηλαδή, είπαμε ο Μπαχαριάν είναι δικός μας, προβάλλουμε,
ο...δε θέλω να πω άλλα ονόματα. Έτσι μερικοί αγνοήθηκαν.
Αυτό είναι το ουσιαστικό πρόβλημα που κάπου πρέπει να
μπουν πια με ηρεμία, με ψυχραιμία τα πράγματα στη θέση
τους. Είναι τραγικό, ότι υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες που
ζούνε, έχουμε τις μαρτυρίες τους και υπάρχουν σχέδια που
ακόμη δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε τίνος είναι.

Σαν Επίλογος

Κώστας Γραμματόπουλος
: Δεν ξέρω αν είναι δικαιωμένη εικαστικά
η δημιουργία αυτή κατά τον χρόνο της Αντίστασης. Αλλά
ήταν πάρα πολύ δύσκολο, νομίζω, να γίνει κάτι και να
ξεπεράσει τα όρια της πληροφόρησης και των συνθημάτων
τα οποία έπρεπε να δοθούν στο λαό για την αντίσταση γενικά.
Η σημασία την οποία, νομίζω, έδιναν οι καλλιτέχνες εκείνη
την εποχή ήτανε αυτά τα πράγματα: να πληροφορήσουν το
λαό, να του παρουσιάσουνε, όσο μπορούσανε, πιο γρήγορα,
με δύσκολες συνθήκες, τα εγκλήματα τα οποία γινότανε, τι
πρέπει να κάνουνε, πώς  πρέπει να αντισταθούνε. Αυτό ήταν
το πρωτεύον το οποίο έπρεπε να επιδιώξουν οι καλλιτέχνες,
με τα πολύ πρόχειρα αυτά και γρήγορα καμωμένα έργα τους.
Και τα οποία βέβαια θα τα παίρνανε τα παιδιά, να πάνε να
τα τοιχοκολλήσουνε με θυσίες, με τη ζωή τους να κινδυνεύει
και όλα αυτά τα πράγματα.


Σημείωση
Εικόνες (από επάνω προς τα κάτω):

1. Θανάσης Απάρτης,   "Δεσμώτης", Μνημείο κρατουμένων
     του κολαστηρίου της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν
2. Ηλίας Φέρτης, Λάδι, ιδιωτική συλλογή  
3. Γιώργος Βακιρτζής, Σχέδιο από σημειώσεις της κατοχής4. Από παράνομα έντυπα της «Εθνικής Αλληλεγγύης»
5. Δημήτρης Γιολδάσης, «Ανατιναγμένη γέφυρα της Λάρισας»,
    χαλκογραφία
6. Χαρακτικό από παράνομο έντυπο 
7. Αντώνης Πολυκανδριώτης, «Εκτέλεση στο εσωτερικό
    της φυλακής Καλλιθέας», μελάνι, ιδιωτική συλλογή
8. Αντώνης Κανάς, «Συνοικισμός Σφαγεία», ιδιωτική συλλογή
9. Βλάσης Κανιάρης, από τη σειρά «Τιμής ένεκεν στους τοίχους
     της Αθήνας, 1941-19...»
10. Τάσσος, «Η απελευθέρωση της Αθήνας», έγχρωμη ξυλογραφία

Οι εικόνες αυτές μαζί με πλήθος άλλες είναι μέρος
του εικαστικού υλικού που χρησιμοποίησα στα πλάνα
της ταινίας Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία.
Πηγή: Το Λεύκωμα Εικαστικές Μαρτυρίες των Ασαντούρ
Μπαχαριάν και Πέτρου Ανταίου που εκδόθηκε από το
Υπουργείο Πολιτισμού το 1986.

Β.Π.  28.6.2012

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ: συζυγία ειδώλων

συζυγία ειδώλων

ξαφνικά τον πήρα είδηση
μέσα από τον καθρέφτη

φορούσε δεξιά
το αριστερό μου μάτι

και το δεξί μου αριστερά
ή μήπως ήμουνα εγώ

που τον καθρέφτιζα
αριστερά φορώντας

το δεξί του μάτι
και το αριστερό του δεξιά

όμως μπορεί να είμασταν
κι οι δυο μαζί

μια σιαμαία σύνθεση
αξεχώριστη

με ένα μάτι αριστερό/δεξί
κι ένα δεξί/αριστερό


Βασίλης Πολύζος
συζυγία ειδώλων
από το βιβλίο
Ηλιακό ΠοδήλατοΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Οδός Μαγνήτων '58 / Ο Αιμίλιος και ο Χρόνος



Βασίλης Πολύζος
Οδός Μαγνήτων ’58

5


 στις μεγάλες νύχτες
πολλοί επέμεναν να ξύνουν
παλιές ηθογραφίες
πότε φύτρωσε έτσι η μάνα μας
αμίλητη
μικροκάμωτη
παρθενική
με δυο χοντρά κλωνιά ριγμένα ως τους γοφούς
δίπλα της κάποιος καθιστός
με ψαθάκι και λινό κοστούμι
κρατάει στα χέρια του ένα μαντολίνο
έπειτα φύγανε μακριά
εκείνη για την Καλαμπάκα
κι ο άλλος για την Καλιφόρνια
με την πατρίδα του στη γλώσσα
 
milkshake βανίλια



Οδός Μαγνήτων ’58
© Βασίλης Πολύζος 1962

Ο Αιμίλιος και ο Χρόνος
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2004

Σημείωση: Το Οδός Μαγνήτων ’58 είναι το μόνο ποίημα
που κράτησα μέχρι σήμερα εν ζωή από τη δεκαετία του ’60.
Δημοσιεύω εδώ το πέμπτο κομμάτι της σπονδυλωτής
αυτής σύνθεσης. Άλλα κομμάτια δες σε προηγούμενες
αναρτήσεις. Β.Π.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

The Tunnel / Η Σφραγίς και η Επιγραφή



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
Η Σφραγίς και η Επιγραφή
                       
                                                       αφιέρωση στο σήμερα


με τον αγέρα θα σου στείλω

χελιδόνια απροσδόκητα
ψαλιδωτές ευχές σε σχήμα V
γι’ αυτή τη χαμηλή σου άνοιξη
από σβουνιά και άχυρο

στην είσοδο της πόλεως
διαπραγματεύτηκα την ιστορία σου
χωρίς καθόλου μουσική
με τον ενοικιαστή των φόρων
λιπόσαρκο
κοντή ανάσα
τα λόγια του ένα ποτήρι
θολό νερό
μισό ποτήρι αίμα

με ρώτησε ποιανού είναι η σφραγίς
και η επιγραφή στο μέτωπό σου
και είπα αδίσταχτα
του Καίσαρος


Η Σφραγίς και η Επιγραφή
από τα ποιήματα
προς ρωμαίους
© Βασίλης Πολύζος
2002-2003

The Tunnel
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου
2008

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

DIZZILAND, Φαρμακολύτρια / Ο Άνθρωπος από τη Διζιλάνδη




φαρμακολύτρια


Αυτή την πόλη δεν την ξέρω, δε θυμάμαι
πώς φύτρωσαν αυτά τα σιδερένια νύχια
στα δάχτυλα του ορίζοντα.
Θυμάμαι το ενυδρείο των μικρών ερώτων
και τις παράγκες με τα εαρινά ανθέμια
απ’ τις πληγές τους έτρεχε ο Απρίλης
γλυκόπικρος, καθώς το γάλα της συκομουριάς
στην εμπασιά τους ένα οικείο σκιάχτρο
τυφλωμένο απ’ το αιφνίδιο μεσημέρι
βάζοντας πότε πότε αντήλιο την παλάμη.

Πάει καιρός τώρα που φύγαν οι γειτόνοι
αφήνοντας το ψόφιο καναρίνι στο μπαλκόνι.

―Ευτυχώς, λέει η Κρισταμπέλ, θά ’ρθει το βράδυ
να σταθεί πάνω απ’ τις άδειες πολεμίστρες
η Σελήνη η Φιδοκρατούσα, η Φαρμακολύτρια
σέρνοντας πίσω της μια θάλασσα πορτοκαλιές
σαν τη νυχτιά που αγαπηθήκαμε ακουμπώντας
τους ψιθύρους μας στο πεζούλι του κήπου
τινάζοντας απ’ τα μαλλιά μας χούφτες το χρυσάφι.



 Βασίλης Πολύζος
φαρμακολύτρια
DIZZILAND
εκδ. Εριφύλη 2001

εικόνα
Olga,The Snake Girl
φωτο Βασίλης Πολύζος
Hyde Park
, Λονδίνο 1993

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Φιλαίνιον Μυροδόχη Μελίτη Ροδόκλεια



Βασίλης Πολύζος
το ξεμάτιασμα του Μάη

το καλοκαίρι ήρθε νωρίς
μια άνοιξη σε δεύτερη έκδοση
τα βράδια οι πέτρες έφεγγαν
φωλιασμένες ανάμεσα στις φτέρες

πέρα πέρα ο φλοίσβος
κι όλες οι πόρτες ανοιχτές
στη χρυσή ανταύγεια
σ’ ένα καλάθι πρώιμα κεράσια

ένα κιόσκι
κι οι πτυχές της εσθήτας της
γλιστρούσαν στα δάχτυλά μου
ανεμώνες πριν σκάσει ο ήλιος

ποιος μετράει τις μέρες
τα γελάκια πίσω από κάθε θάμνο
το ροζ της ντροπαλοσύνης της
στο μισάνοιχτο κάλυκα

έλα και πιάσε με
είπε η αυλητρίς
που τη λέγαμε Φιλαίνιον
Μυροδόχη Μελίτη Ροδόκλεια
απλώνοντας χρώματα στ’ αεράκι

 το ξεμάτιασμα του Μάη
Κρεολή Σελήνη
Απόπειρα 2010

Φιλαίνιον Μυροδόχη Μελίτη Ροδόκλεια
μετείκασμα του Βασίλη Πολύζου 2012

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Βασίλης Πολύζος, από τα κείμενα του Στρέφη (1983 - 1986): Επωαστήριο


Επωαστήριο*

με αφορμή τη σημερινή εγκληματική επίθεση
στη Λιάνα Κανέλλη και στη Ρένα Δούρου


Μας προκαλούσαν, ρε, οι τσόγλανοι. Τα παιδάκια.
Λέει ο ένας, ο μουσάτος: Γιατί μας σκίζετε τις
αφίσες; Εμείς μιλιά να πούμε. Τη δουλειά μας.
Μπήκες; Δεν τους είπαμε κουβέντα, να πούμε.
Τραβάει ο Νώντας ψύχραιμος και ξηλώνει, μάγκα
μου, ολόκληρο το πανώ. Το ρίχνει χάμου ήσυχα, ήσυχα.
Μπαίνει ο μουσάτος στη μέση να το σηκώσει. Το
πάγαινε για μανούρα, μπήκες; Σηκώνω μαλακά το
σίδερο και του το φέρνω στην κόκα. Τέζα ο πιτσιρικάς.
Πετιέται το άλλο το τσογλάνι και μας φώναζε «αλήτες,
τραμπούκοι». Άκου, ρε, κουβέντες. Πάει κοντά του
ο Καρούμπαλος. Δίπλα κι ο Μαστούρας, με το χαμόγελο,
έτσι; Ο μικρός το χαβά του. Του καθίζει το λοιπόν ο
Καρούμπαλος μια γονατιά στην ψωμοσακούλα.
Μπιελάρ το παιδάκι. Έπιασε πεζοδρόμιο με τα γόνατα.
Του φέρνει κι ο Μαστούρας μία τακουνάκι και τη
σιγούρεψε τη δουλειά. Πολύ γουστάρω. Κι άλλοι νάταν
θα καθαρίζαμε. Δυό γωνίες πιο κάτου, στο ξενυχτάδικο
του Τόμπολα, ήταν ίσα με εκατό δικοί μας. Μια με τη
σφυρίχτρα και πλάκωσαν στο έτσι. Αυτό θα πει
οργάνωση. Αυτό θα πει δύναμις.


*Το κείμενό μου αυτό δημοσιεύτηκε στο Στρέφη
παραμονές εκλογών του 1985.
Ο τίτλος είναι σημερινός.
Ο φασισμός/ναζισμός, δυστυχώς, διαχρονικός.
Β.Π.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Κώστας Κρεμμύδας, 5 ποιήματα



Κώστας Κρεμμύδας

Στην Άννα Μέλερ,
την Ιωάννα
και τον Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους


Μεγάλη Τετάρτη
Το συνέδριο των ανόμων

Ιούδας ο δόλιος και είπεν το Κύριε Ελέησον
                                                                      τετράκις
και δωδεκάκις στη συνέχεια εν χορώ
σε ήχο τρίτο περί της ωραιότητός σου
κατόπιν τέταρτο κι έπειτα πάλι απ’ την αρχή
                                                                       ουράνια.

Τι να προλάβουνε ν’ αποστηθίσουνε τα μάτια
Δόξα και νυν και αύριο στις ταβέρνες
Τον θησαυρόν σου δολίως εμελέτησας
μα ήθελα σώνει και καλά να αγγίξω μέχρι τέλους
                                                                       και βιαίως
τ’ άρωμά σου.
Κάθε που έφευγα το χέρι σου στην άκρη
                                                                   να επιστρέφει
εκεί ορθός και πάλι ν’ ανασαίνω μόνος
στο χαμόγελό σου.
Τώρα τι να τα λέμε εκ του μακρόθεν
κι ανασφαλείς…
Λέγε με Περσεφόνη τις νύχτες.

Ο Φίλιππος στη Βηθσαϊδά
εγώ κατά Κουκάκι περιφέρομαι
και να ξεχνώ τη γενική:
Δράκου ή Δράκοντος;
Το πρώτο στη δημοτική
τα’ άλλο πιο πέρα να χάνεται στα μάτια σου.
Κι όμως σε είδα ξαφνικά να κυματίζεις
ανάμεσα σε δυο τρολέδες
γοργόνα δε ακρόπρωρο τρικάταρτο.
Στον ουρανό το μπλε
βαθύ στο χρώμα των ματιών σου
γαλάζια η λεπτή απόχρωση στα βλέφαρα
κυματοειδή τα πέπλα σου στο πορφυρό
κι εσύ φωτιά ολόρθη στους τρολέδες
να καις και να μακραίνεις μες τη νύχτα.

Απεμπολώ την ευσπλαχνία σου
                                                       ως τραμβαγέρης
οσμίζομαι νεκρόν και έρωτα.

Ξέρω τους ήχους που θα γράψω σήμερα
και νυν και αύριο στους αιώνες.

Τι μοι θέλετε δούναι;
Το σώμα σου, θα αποκριθώ
                                                   σε πέντε στίχους.
Τετύφλωκεν γαρ αυτών τους οφθαλμούς
κι οι μέρες μου να χάνονται σαν χρόνια
Φωτιά-Φανή-φωστήρας-φύσημα και φλόγα
κι ας προσπαθώ να σε διακρίνω σ’ ένα έψιλον.

Αχ, να σε ονομάτιζαν Ελένη!




Μεγάλη Πέμπτη
Έδραμεν λέγων τοις παράνομοις

Τω καιρώ εκείνω ήγγιζεν η εορτή των αζύμων
η λεγομένη Πάσχα
Τα έγραψε για Σανατά κι Ιούδα Ισκαριώτη,
                                                                  ο Λουκάς
και φθάσαν ως τις μέρες μας εσώκλειστα
μες σε γραφεία της αποστροφής μας
να περιμένουν την κλαγγή των τηλεφώνων
όταν εσύ θα πάλλεσαι
ψυχότροφος και καιομένη
μυσταγωγούσα τον Ιουγούρθα
                                                           στα στήθη σου

Ενώ εγώ
ημιθανής και απορών στο έπακρο
σε πούρα ενίοτε και άφιλτρα Σαντέ
θα προσπαθώ να επισπεύδω τη μορφή σου:
δυο πόδια πέρα μακριά στα σύνορα
δύο ραφές κι ύστερα τρεις να χάνονται
και πάλι

παρανοϊκός παράνομος φετιχιστής
                                                     ως μελλοθάνατος.
Ποιος τάχα όρισε το πάθος της ποιήσεως;
Και το περίστροφο σύριζα στον κρόταφο
αγγίζει με τη φλέβα του εγκεφάλου
Η παλλομένη κι εφάπτεται.

Ο δήμιος τραβά τον κέρσορα κι οπλίζει
πάνω στο κούτελο ιδρώτας λιγοστός
Ειν’ η μορφή κι η θύμησή σου
που πονάει.

Θα την πληρώσεις, πρόσεξε, μου είπαν
Μα δεν άκουσα…
[Ποιος θα νοιαστεί για τον κατάδικο
σε τέτοιες ώρες;]

Η απαλή στην άκρη φλόγα πλησιάζει
αδημονεί να καταλάβει το κρανίο,
μετά την εμπλοκή την πρώτη.

Δια Λαζάρου την έγερσιν Κύριε
το Ωσαννά σοι εκραύγαζον
την ώρα που το πλοίο έλυνε.
Κάποιοι απήγαγον τον Ιησούν,
εμέ καθόλου
και έτυπτον αυτού την κεφαλήν καλάμω
κι ο δήμιος να κοιτά με απληστία
                                          και να οπλίζει πάλι
και ενέπτυον αυτώ και τιθέντες τα γόνατα
προσεκύνουν αυτώ
την ώρα που με σώριαζαν
                                           στα έξι μέτρα.


 

Μεγάλη Παρασκευή
Τα ρήματά μου ενώτισαι Κύριε
                                                       
                                               
                       Και αγγέλων στρατιαί εξπλήττοντο
                       συγκατάβασιν δοξάζουσα την σην


Το προσπαθώ μα είναι φάλτσο.
Ο ένας τενόρος νεκρός
από το χέρι της καλής του χτυπημένος
Ήταν σοπράνο, ή κοντράλτο;
δε θυμάμαι
Εγώ την ώρα εκείνη εκλιπαρούσα εύνοια
ανάμεσα σε κίονες σκυμμένος
στο κέντρο του ναού Διός
δυο σπιθαμές δίπλα στα πέρατα του Άδη
την ύστατη στιγμή πριν τις ωδίνες.
Ήταν ολότελα δικά μου πια τα πάθη.

Ο Χέντελ ευλογούσε τον Μεσσία
κι εγώ απέθετα το σώμα σου
                                               γυμνό
αρχαιοπρεπές αράθυμο και εναγώνιο
ανάμεσα σε κύματα θαλάσσης,
μύρα κι αιθέρια έλαια γης με παπαρούνες.

Φορούσες μόνο τα γυαλιά ηλίου
ένα κολιέ σε δυο στροφές
ένα ζευγάρι γάντια με δαντέλα
και τ’ άρωμα του ντεκολτέ να επιμένει.

Στο διπλανό δωμάτιο ο Ιουγούρθας
μιλούσε με τη γλώσσα των χεριών
προσπάθησα κι εγώ να καταλάβω.
Μα είμαι μονάχα οκτώ και θέλω να σ’ αγγίξω
                                                           ως το δέκα
ειδάλλως θα χαθώ και δεν τ’ αξίζω.  

Το πτώμα μου κάποια στιγμή στη Σαλαμίνα
ως φάντασμα παρηκμασμένο κι άλαλο
μιλώ για τα ρητά και τα αζιμούθια
«Σώτερ και πάτερ στους αιώνες κι αύριο
και μακριά και πέρατα και νυν
μην κρύβεστε στ’ αμπάρια,
είμαι κοντά σας
μη χάνεστε, μη λείπετε, δεν πρέπει.

Πιάσε το χέρι μου, διστάζω
Πώς γίνεται με τους νεκρούς; ρωτάς.
Όμως δεσμεύομαι να σ’ απαντήσω.

Το πλοίο φεύγει για τη Σίφνο το πρωί
εκεί, εγώ και μόνος, περιμένω
ο πρίγκιπας Τζουζέπε Λαμπεντούζα
Γατόπαρδος τυφλός λησμονημένος
τρεμάμενος νεκρός και κρεμασμένος
δίχως ανάσταση και δίχως αύριοενσταντανέ σε ένα θέαμα μακάβριο.


Μεγάλο Σάββατο
Ως ανίδεος νεκρός καταφαίνεται

Ω θαυμάτων ξένων! Ω πραγμάτων καινών!
ξεμοναχιάζω τις θλίψεις σας
τρυπώνω αγιάτρευτα στο φως και το φεγγάρι
Το στόμα μου πικρό να επιμένει
νεκρός εγώ και ομιλών κρυφίως
τυφλός ορών τα πάντα και το τίποτα
παρών και μακριά συγχρόνως
στα βάθη τους να χάνομαι και πάλι ν’ ανασαίνω
                                                                 στο φιλί σου
όχι θεός, αλλά ημίθεος πλέον
που λαχταρά ν’ αρπάξει το κορμί σου.

Αν δεν σε ’λεγαν Άννα κι ήσουν Άλκηστις
εγώ θα προτιμούσα το «Οδυσσέας»
σε κείνη την ακρογιαλιά βράδυ με πτώματα
δεμένος στα πισθάγκωνα Σειρήνων
εσύ να κυματίζει σαν ακρόπρωρο
που φεύγει με τα κύματα, σαν πάντα.
Θα φώναζα «Θοδώρα» τ’ όνομά σου
Μαντώ, μου ανταπαντάς, και χάνεσαι
τρικάβαλο στις θάλασσας τον τάφο.

Τρέχω να σε ’βρω καβαλώντας μια Yamaha
πατάω γκάζι και ορμάω πάλι
ίδιος ιπτάμενος κι απελπισμένος.

Τι τα ’θελες αγόρι στη νύχτα;
ακούγεται η μάνα μου κλαμένη
να ραίνει με φιλιά το σάβανό μου

Εγώ εκεί, ξανά και πάλι ν’ ανασαίνω
ανάμεσα στα πόδια σου πεσμένος
μόνος νεκρός εν μέσω αναστάσεων.
Κυριακή του Πάσχα
Άγγελος εβόα τη κεχαριτωμένη

Παρθένε, χαίρε και πάλιν ερώ
μακράν του Κόκκινου Στρατού ισόβιος
στο άλλον κόσμο ανάμεσα σε όστρακα και αστερίες
ανασκαλεύω το άχραντο κορμί σου.

Το παλαιοπωλείο του Ντον
                                         και να με πνίγει
παιδί για τα θελήματα ο Μπομπ
                                         στο τέλος άγιος
(με τη φρεσκάδα μιας μορφής σε αποσύνθεση
πλάι στο τζάμι)
κι ο δάσκαλος μαζί, Ουόλτερ Κόουλ.

Σκληραίνει το παιχνίδι και φοβάμαι.
Αΐντα, Ρανταμές και Άμνερις σε άλλο πλάνο
να ψάλλουν και ν’ ακούγονται στο βάθος:
εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμίν σου
ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη
στο ανάκτορο της Μέμφιδας
σε πράξη πρώτη: την απειλή πολέμου.
«Δεν έφταιγα, και συ με καταδίκαζες»
δεν ήξερα τις εντολές
«στάκα», «κολόνα» και «σεβάλ» οι όροι
μονά-ζυγά, πουσέτ και μαύρα-κόκκινα
ήταν τα μόνα που αποστήθισα για χάρη σου.

Το πέρασμα του Άδη πια με σκίασε
οι υπόλοιποι νεκροί είναι παρόντες
σώσον και γνώσαι τας πληγάς του αύριο
αλίμονο σε ζωντανούς του τώρα.

Τις ο Θεός, ο μέγας;
Τ’ άρωμά σου.
Συ ο ποιών θαυμάσια;
Όχι, άλλος.
Ήλιος αντί πυράς και Μωυσέως;
 Δικαιοσύνη.

Γύρισα τρεις στροφές στο εαυτό μου
διψούσα και φοβόμουν μες τη νύχτα
ανάβανε φωτιές στις παραλίες
κι ευθύς να ξεπροβάλλει εκ της θαλάσσης
ερωτική ευτυχισμένη η μορφή σου
ολόλευκη Παρθένα με νυμφίο.

Άτιμε Ούγκο, ανακράζω σε κι ορμάω
αρπάζω το σπαθί, πέρα η θήκη
ολόγυμνος με δίχως πανοπλία
(άσπρο σεντόνι μόνο ρούχο φαντασμάτων).

Εάν μη ίδων εις τα χέρια αυτού τον τύπο
δε βάλω τη δεξιά μου στα πλευρά του
ουδέποτε πιστεύσω σας ή άλλον.

Δεν πρόφτασα ν’ αρθρώσω άλλη λέξη
ο Ούγκο καταφέρνει μια στο στέρνο
έπειτα τρεις κι πάλι εφτά με μίσος φορτισμένος.

Πώς το τολμάς; δολοφονίες φαντασμάτων;
Φεύγω και τρέχω ο δειλός μέσα στη νύχτα.
Το γέλιο σου με κυνηγά και τρέμω
τι φόβος πέραν της ντροπής και της μωρίας.

Το ζοφερό της άγνοιας τέλος με προσμένει.
Είμαι νεκρός και πάλι αναστημένος
Μα φοβάμαι.
Πώς να το πω το πριν και το δοξάσθαι
                                                          στους αγγέλους
απ’ άγγελο να φεύγω πληγωμένος.

Κλείνω τα μάτια μα θυμάμαι τη μορφή σου
σε θέλω, σ’ ερωτεύομαι τα βράδια
Αγγίζω απαλά το ωραίο κορμί σου
Σε παίρνω τρυφερά μες στα σκοτάδια

Πώς να ’ναι τα ουρί του Παραδείσου;
Τόσο γλυκιά, κι ας με πονά η θύμησή σου. 
5 ποιήματα του Κώστα Κρεμμύδα    


Εικόνα: Το αναγνωστήριο
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου
2004