13 χρόνια και 26 μέρες: μποτίλια
στο πέλαγο!
σερφάροντας στο google, σε ώρα τεμπελιάς, την περασμένη
Δευτέρα (26/11), πέφτω (ιστορικός ενεστώς!) συμπτωματικά
επάνω στο εξής λήμμα:
Ο ασπασμός του ονείροιΙ ΑΥΓΗ αιοκτιι18Ριονι9οο 48
σερφάροντας στο google, σε ώρα τεμπελιάς, την περασμένη
Δευτέρα (26/11), πέφτω (ιστορικός ενεστώς!) συμπτωματικά
επάνω στο εξής λήμμα:
Ο ασπασμός του ονείροιΙ ΑΥΓΗ αιοκτιι18Ριονι9οο 48
invenio.lib.auth.gr/record/5992/files/npa-2004-5756.pdf?version=1
Ποιήματα. Εκδόσεις ΗΜ ΥΛΗ 7999. Της ΔΗ-ΗΤΡΑΣ
ιιιιιιιυικον ...
Ο ποιητής κοίταζε κατάματα το ποίημα του και γύρω ... τρα
Ο Βασίλης Πολύζος. μετα α- πό τόσα ...
Ο ποιητής κοίταζε κατάματα το ποίημα του και γύρω ... τρα
Ο Βασίλης Πολύζος. μετα α- πό τόσα ...
Βλέποντας το όνομά μου, πατάω κλικ και εμφανίζεται μπροστά μου
ένα δημοσίευμα στην ΑΥΓΗ της 31 Οκτωβρίου 1999. Ήταν ένα άρθρο
της ποιήτριας Δήμητρας Παυλάκου για το βιβλίο μου Επίλογοι και
άλλα Κεκραγάρια, που πρώτη φορά το έβλεπα. Πρέπει να σημειώσω
ότι οι Επίλογοι ήταν η πρώτη μου συλλογή ποίησης που τυπωνόταν
σε βιβλίο (Εριφύλη, Ιούλιος 1999), και βγήκε στα βιβλιοπωλεία περί
τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Το άρθρο της Δήμητρας Παυλάκου
σίγουρα θα ήταν το πρώτο κριτικό κείμενο για τα ποιήματα αυτής
της συλλογής και όταν το είδα (για πρώτη φορά) προχτές, ένιωσα
όπως θα ένιωθε ο παραλήπτης μιας επιστολής που ταξίδευε στο
πέλαγος μέσα σε σφραγισμένο μπουκάλι, για να φτάσει στα
χέρια του μετα από 13 χρόνια!
Θέλω να ευχαριστήσω από εδώ θερμά την Δήμητρα Παυλάκου
για τη χαρά που μου έδωσε το γεγονός.
Και για τη γενναιόδωρη, κριτική ματιά της, βέβαια!
Βασίλης Πολύζος, 28.11.2012
Δείτε παρακάτω το δημοσίευμα στην ΑΥΓΗ (το λήμμα στο google)
καθώς και μια πιο ευκρινή, σημερινή «μεταγραφή» του από εμένα.
Ο ασπασμός του ονείρου Βασίλης Πολύζος: «Επίλογοι και άλλα κεκραγάρια»
Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΥΛΑΚΟΥ
(ΑΥΓΗ 31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1999)
Πλέει στ’ ανοιχτά του έρωτα, σ΄ένα κατάλευκο
χαρτί-πλεούμενο και το κύμα τον σπρώχνει σ’ ακρογιάλι.
Αλλιώς το είχε φανταστεί αυτό τ’ απάνεμο της ποίησης.
Βρήκε άδεια πλαστικά μπουκάλια από εμφιαλωμένες
ελπίδες, κονσερβοκούτια, πίσσες ιδεών. Ήθελε στην
ποίηση ευωδιές. Ήξερε πού θα τις βρει. Ξάπλωσε στη
ζεστή αγκαλιά του ήλιου.
Περίμενε κι απέναντι τ’ όνειρο, περίμενε, όπως
κανονίστηκε στο ποίημα, σε απόσταση ασφαλείας.
Ο ποιητής κοίταζε κατάματα το ποίημά του και γύρω
μηχανάκια και περίεργοι περαστικοί κοίταζαν και τους
δυο. Έμειναν σε απόσταση ασφαλείας οι λέξεις, για να
σώσουν το μέλλον της ποίησης του ονείρου. Για να
δώσουν σάρκα και οστά στο όνειρο, μακριά από τους
αδιάκριτους των χρηματιστηρίων.
Βαδίζει ο ποιητής και πατάει ελαφρά στα όνειρα τα
κοινά, τα συμφωνημένα μεταξύ αυτού και της ποίησης.
Τα πρόσωπα του έργου του εξιδανικευμένα της αγάπης
πρόσωπα. Ερημίας και προσμονής.
Οι ώρες καταγεγραμμένες ως την «ακροτελεύτια»,
αφιερωμένες μία μία ποιητικά σε πρόσωπα του μύθου
της ζωής. Μέσα στις ώρες η καρτερία του ουρανού.
Κι έπειτα, ξαφνικά, χωρισμός. Το πλεούμενο σάλπαρε
και δεν γινόταν να φέρει πίσω τον χρόνο και τα
τηλέφωνα είναι εννιά στις δέκα φορές για κακό.
Μένει στο κάδρο καρφωμένος: «Το ξέρω δεν θα
φύγουν απ’ το κάδρο/όσο τους δίνει ακόμη οδηγίες
ο φωτογράφος».
Η σχέση του με τα ποιήματα είναι αυτό που ονομάζει
η ψυχανάλυση σχέση-καθρέφτη. Ίδιες κινήσεις, ίδια
σκέψη, ίδια ίδιες μύχιες προσδοκίες, ίδια γεύση καφέ
το σούρουπο. Απέναντι μια ζωή από τις σχέσεις-καθρέφτη.
Στο βλέμμα, στ’ «ασημένια φτερά», στις «σημαίες στον
ορίζοντα», στα «ηλιογραφήματα». Σ’ ό,τι γεμίζει η αίσθηση.
Ποτέ του κενού και ποτέ του καινού. Το καινό είναι το
παλιό, το απωθημένο της μνήμης του ποιητή που πρέπει
να ξαναζήσει. Τώρα, στη σκιά της διήγησης του ιερομονάχου.
Δεν είναι ντροπή η ανασφάλεια, η ταπείνωση απέναντι
στη λέξη. Είναι καταξίωση και η ατολμία προσόν. Τι να πεί;
Αφού η λέξη μιλάει. Αυτός τι να προσθέσει; Το μόνο που
θέλει είναι να ζήσουν μαζί. Διότι γράφει ο ίδιος: «Η σοφία
έρωτος γυναικός υπεραίρει (...)». Το ήξερε η λέξη πριν
κατατεθεί. Προσπαθούσε τόσα χρόνια να κρυφτεί
κι έφευγε και ξαναρχόταν σ’ αδέξια σονέτα, στο εξωτερικό
περίβλημα της Γαίας. ‘Εφευγε γιατί δεν ήξερε τι να
πρωτοεμπιστευθεί στη λέξη.
Πώς να της καταθέσει τη ζωή του. Όλες οι ενότητες
απηχούν αυτό τον κρότο του κενού που ψάχνει, στοργή,
ησυχία, όνειρο εν εγρηγόρσει, δοξαστικά παραμύθια και
γητευτές. Ταξιδεύει σε λέξεις καθημερινές, της επιβίωσης.
Αλλά η λέξη του είναι ωραία Ελένη. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο ότι η Ελένη δεσπόζει, εγκαινιάζει το όνειρο και την
ποιητική κατάθεση. Κι ας λέει ο Σεφέρης ότι ο Πάρις
κοιμόταν μ΄ ένα είδωλο. Κι ας ήταν οπτασία που ξανάρθε
με τα χρόνια στην άμμο. Όλοι οι ποιητές χτίζουν στην άμμο,
σα να ’χτιζαν σε πέτρα. Ο Βασίλης Πολύζος, μετά από
τόσα ντοκιμαντέρ, τόσες καταθέσεις στα ραδιοφωνικά
κύματα, τόσα βράδια χωρίς φεγγάρι, δεν θ’ αποτελούσε
την εξαίρεση του κανόνα. Θα βρει το όνειρο, θα το
ασπαστεί ευλαβικά γιατί είναι ταγμένος σ’ αυτό. Δια βίου
και μετά γιατί πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή. Οι ποιητές
είναι ασκητές στην αγάπη ώσπου να ζήσουν μαζί. Ίσως
είναι η μόνη αλήθεια σ’ αυτή τη γή. Αργότερα έρχεται
η γραφή.
Κάθε τέχνη που προστατεύουν οι Μούσες έφτασε και
στις μέρες μας. Οι λέξεις και η αρμονία στον στίχο
του Β. Πολύζου, θυμίζουν την δωρική Μούσα. Με ωμέγα
που κάποτε προστατευόταν από περισπωμένη. Ο ποιητής
κυκλώνει κάθε ενδεχόμενο του βίου πολιορκητικά σε
μια τρυφερή ποίηση που ξεχειλίζει από συναισθήματα,
χρώματα, αρώματα.
Γνωρίζει καλά από τι αποτελείται πια η ανθρώπινη,
ελάχιστα φυσικά προικισμένη φύση, η ανθρώπινη
εύθραυστη πραγματικότης. Κατάφερε σε μια αρμονική
σύνθεση να λυτρώσει όλη τη θετική επενέργεια των
λέξεων. Η χαρά, το κάλλος, η ευαισθησία, η τιμή στον
έρωτα με την ευρεία έννοια είναι κατακτημένα σύμβολα.
Ακόμα και στη χειρότερη κοινωνική συνθήκη το ποιητικό
ήθος μπορεί να γίνει ζεύγος φτερών. Το χρώμα δεν έχει
σημασία. Αρκεί να φτάνει κανείς στους αιθέρες, στο καλό
καγαθό...
Εικόνα:
μποτίλια στο πέλαγο
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2005
χαρτί-πλεούμενο και το κύμα τον σπρώχνει σ’ ακρογιάλι.
Αλλιώς το είχε φανταστεί αυτό τ’ απάνεμο της ποίησης.
Βρήκε άδεια πλαστικά μπουκάλια από εμφιαλωμένες
ελπίδες, κονσερβοκούτια, πίσσες ιδεών. Ήθελε στην
ποίηση ευωδιές. Ήξερε πού θα τις βρει. Ξάπλωσε στη
ζεστή αγκαλιά του ήλιου.
Περίμενε κι απέναντι τ’ όνειρο, περίμενε, όπως
κανονίστηκε στο ποίημα, σε απόσταση ασφαλείας.
Ο ποιητής κοίταζε κατάματα το ποίημά του και γύρω
μηχανάκια και περίεργοι περαστικοί κοίταζαν και τους
δυο. Έμειναν σε απόσταση ασφαλείας οι λέξεις, για να
σώσουν το μέλλον της ποίησης του ονείρου. Για να
δώσουν σάρκα και οστά στο όνειρο, μακριά από τους
αδιάκριτους των χρηματιστηρίων.
Βαδίζει ο ποιητής και πατάει ελαφρά στα όνειρα τα
κοινά, τα συμφωνημένα μεταξύ αυτού και της ποίησης.
Τα πρόσωπα του έργου του εξιδανικευμένα της αγάπης
πρόσωπα. Ερημίας και προσμονής.
Οι ώρες καταγεγραμμένες ως την «ακροτελεύτια»,
αφιερωμένες μία μία ποιητικά σε πρόσωπα του μύθου
της ζωής. Μέσα στις ώρες η καρτερία του ουρανού.
Κι έπειτα, ξαφνικά, χωρισμός. Το πλεούμενο σάλπαρε
και δεν γινόταν να φέρει πίσω τον χρόνο και τα
τηλέφωνα είναι εννιά στις δέκα φορές για κακό.
Μένει στο κάδρο καρφωμένος: «Το ξέρω δεν θα
φύγουν απ’ το κάδρο/όσο τους δίνει ακόμη οδηγίες
ο φωτογράφος».
Η σχέση του με τα ποιήματα είναι αυτό που ονομάζει
η ψυχανάλυση σχέση-καθρέφτη. Ίδιες κινήσεις, ίδια
σκέψη, ίδια ίδιες μύχιες προσδοκίες, ίδια γεύση καφέ
το σούρουπο. Απέναντι μια ζωή από τις σχέσεις-καθρέφτη.
Στο βλέμμα, στ’ «ασημένια φτερά», στις «σημαίες στον
ορίζοντα», στα «ηλιογραφήματα». Σ’ ό,τι γεμίζει η αίσθηση.
Ποτέ του κενού και ποτέ του καινού. Το καινό είναι το
παλιό, το απωθημένο της μνήμης του ποιητή που πρέπει
να ξαναζήσει. Τώρα, στη σκιά της διήγησης του ιερομονάχου.
Δεν είναι ντροπή η ανασφάλεια, η ταπείνωση απέναντι
στη λέξη. Είναι καταξίωση και η ατολμία προσόν. Τι να πεί;
Αφού η λέξη μιλάει. Αυτός τι να προσθέσει; Το μόνο που
θέλει είναι να ζήσουν μαζί. Διότι γράφει ο ίδιος: «Η σοφία
έρωτος γυναικός υπεραίρει (...)». Το ήξερε η λέξη πριν
κατατεθεί. Προσπαθούσε τόσα χρόνια να κρυφτεί
κι έφευγε και ξαναρχόταν σ’ αδέξια σονέτα, στο εξωτερικό
περίβλημα της Γαίας. ‘Εφευγε γιατί δεν ήξερε τι να
πρωτοεμπιστευθεί στη λέξη.
Πώς να της καταθέσει τη ζωή του. Όλες οι ενότητες
απηχούν αυτό τον κρότο του κενού που ψάχνει, στοργή,
ησυχία, όνειρο εν εγρηγόρσει, δοξαστικά παραμύθια και
γητευτές. Ταξιδεύει σε λέξεις καθημερινές, της επιβίωσης.
Αλλά η λέξη του είναι ωραία Ελένη. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο ότι η Ελένη δεσπόζει, εγκαινιάζει το όνειρο και την
ποιητική κατάθεση. Κι ας λέει ο Σεφέρης ότι ο Πάρις
κοιμόταν μ΄ ένα είδωλο. Κι ας ήταν οπτασία που ξανάρθε
με τα χρόνια στην άμμο. Όλοι οι ποιητές χτίζουν στην άμμο,
σα να ’χτιζαν σε πέτρα. Ο Βασίλης Πολύζος, μετά από
τόσα ντοκιμαντέρ, τόσες καταθέσεις στα ραδιοφωνικά
κύματα, τόσα βράδια χωρίς φεγγάρι, δεν θ’ αποτελούσε
την εξαίρεση του κανόνα. Θα βρει το όνειρο, θα το
ασπαστεί ευλαβικά γιατί είναι ταγμένος σ’ αυτό. Δια βίου
και μετά γιατί πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή. Οι ποιητές
είναι ασκητές στην αγάπη ώσπου να ζήσουν μαζί. Ίσως
είναι η μόνη αλήθεια σ’ αυτή τη γή. Αργότερα έρχεται
η γραφή.
Κάθε τέχνη που προστατεύουν οι Μούσες έφτασε και
στις μέρες μας. Οι λέξεις και η αρμονία στον στίχο
του Β. Πολύζου, θυμίζουν την δωρική Μούσα. Με ωμέγα
που κάποτε προστατευόταν από περισπωμένη. Ο ποιητής
κυκλώνει κάθε ενδεχόμενο του βίου πολιορκητικά σε
μια τρυφερή ποίηση που ξεχειλίζει από συναισθήματα,
χρώματα, αρώματα.
Γνωρίζει καλά από τι αποτελείται πια η ανθρώπινη,
ελάχιστα φυσικά προικισμένη φύση, η ανθρώπινη
εύθραυστη πραγματικότης. Κατάφερε σε μια αρμονική
σύνθεση να λυτρώσει όλη τη θετική επενέργεια των
λέξεων. Η χαρά, το κάλλος, η ευαισθησία, η τιμή στον
έρωτα με την ευρεία έννοια είναι κατακτημένα σύμβολα.
Ακόμα και στη χειρότερη κοινωνική συνθήκη το ποιητικό
ήθος μπορεί να γίνει ζεύγος φτερών. Το χρώμα δεν έχει
σημασία. Αρκεί να φτάνει κανείς στους αιθέρες, στο καλό
καγαθό...
Εικόνα:
μποτίλια στο πέλαγο
μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2005