Α΄
μποτίλια στο πέλαγο?
o they say I hanged me granny
and then me lovesick Annie
o they say I hanged me mother
and me sister and me brother
τόσα μπουκάλια ξέβρασε πάλι σήμερα η θάλασσα
και δεν έκρυβαν ούτε ένα μήνυμα παρά μόνο νερό θολό
σαν το μάτι ψόφιου κήτους
κι ο παλιός χάρτης των σωμάτων
που άπλωσα πάνω στην άγια τράπεζα
έδειχνε στραβά τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
χωρίς ένα σημάδι έναν κόκκινο σταυρό
για τον χαμένο θησαυρό των πειρατών
πώς λοιπόν θα ξεπληρώσω τα ταξίδια
που δανείστηκα απ’ τους παρελθόντες ποιητές με τόκο αβάσταχτο
τώρα που βούλιαξαν οι δυνατές τριήρεις των φοινίκων
κι αυτό που μου ’λαχε σαν παίξαμε στα ζάρια
τα χαμόγελα της αγαπημένης μου
δεν ήταν καν αγρός αίματος ποτιστικός
ο πόλεμος είχε κριθεί στο διπλανό τραπέζι
πριν από το ξημέρωμα και δεν το πήρα είδηση
να γραφτώ στον κατάλογο για τα λάφυρα
κι αργότερα με το πρώτο φύσημα του αγέρα
πέταξαν οι λέξεις απ’ το ανοιχτό βιβλίο
έπεα πτερόεντα
στ’ αθώα μας χρόνια ήταν αίθριος ο ήχος τους στ’ αυτί
κι η γεύση τους στη γλώσσα μας καβουρντισμένη ζάχαρη
κι όταν τις ιριδίζαμε ανάλαφρα στο φως
γέμιζαν ασημένιες φυσαλλίδες
οι παρτιτούρες των κορυδαλλών
πρωί πρωί γωνία Κίμωνος κι Ερμού
όπου προχτές συνάντησα τη Φαντίνα
ήταν όμορφη πριν πουλήσει στους σαράφηδες
τα χρυσά μαλλιά της
μου μίλησε χλευαστικά για τον κύριο Μαγδαληνή
πως πλούτισε κλέβοντας μαχαιροπίρουνα
απ’ τους νεκρούς φαντάρους στη μάχη του Βατερλώ
μαζί τους χάθηκαν κι οι παιδικοί μας ήρωες
παίζοντας το κρυφτούλι επί χρήμασι
μόνη εξαίρεση η μάνα μου που υπνοβατούσε
στο γείσωμα της νύχτας ψέλνοντας
πού πορευθώ από του πνεύματός σου
και από του προσώπου σου πού φύγω
το πρόσωπό της άσπρο σα χαρτί χωρίς σπίλο ή ρυτίδα
κι ο πατέρας μου στο εικονοστάσι
μόνη του αδυναμία ένα καρτούτσο τσίπουρο
μα εγώ είχα στο μυαλό μου την κυρία Φιλομήλα
τόσο γλυκιά γυναίκα
με κέρασε κυδωνόπαστο κι ένα φιλί αναπάντεχο
όταν κατέβασα το γατάκι της απ’ τη μουριά
δεν μπορεί έλεγα να κοιμάται με τον γηραιό κύριο Κ.
εμπορικό παραγγελιοδόχο για την κρέμα Κρινοζάλ
κι εμείς εδώ ατίθασα πουλάρια
παρέα με την προγονή του φούρναρη τ’ απομεσήμερο
να κουβεντιάζουμε για τις Ιταλίδες του τσίρκου
που μας έμαθαν να λέμε
άκουα φρέσκα φίκα στρέτα
και βίνο πούρο κάτσο ντούρο
φράσεις που αρνήθηκε να περιλάβει στα Άτακτά του
ο Αδαμάντιος Κοραής διότι φέρουσι σύγχυσιν
εις τας αγυμνάστους κεφαλάς ξεχνώντας
ότι εμείς αγύριστα κεφάλια μελετούσαμε κρυφά
τα μηναία των κήπων έκαστος τη ιδία διαλέκτω
παραλείποντας μόνο τη φράση ξίφει τελειούται
αφού κανείς δεν είναι τέλειος χωρίς το κεφάλι του
και ότι κατά την ημέρα της απογραφής
επί Αυγούστου Καίσαρος
τρέχαμε πίσω από τη νεκροφόρα
ώσπου στάθηκε στην εξώπορτα του Αιμίλιου
κι ο τελετάρχης φορώντας μαύρα γάντια
χτύπησε τρείς φορές το χάλκινο ρόπτρο
ένα μικρό χεράκι με λάθος δάχτυλα
περιμένοντας να κατεβάσουν τον νεκρό αδερφό μας
χαζεύαμε τα επάργυρα αγγελάκια στην κορνίζα του ουρανού
και τα δυο άλογα ντυμένα μαύρα κρέπια
να χαϊδεύουν πότε πότε τις χρυσόμυγες με την ουρά τους
ύστερα πρόβαλε στο ανώφλι αρχάγγελος Μιχαήλ
κρατώντας ένα μπουκέτο πρώιμα σύννεφα
δεμένα με μοβ κορδέλα
κι εμείς τρομάξαμε γιατί τον διαπερνούσε ο ήλιος
ρίχνοντας κάτασπρη στο χώμα τη σκιά του
σημείο πως έπρεπε να φύγουμε
από την πύλη της Ανατολής
πριν μας αγγίξει με το βλέμμα του
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
μποτίλια στο πέλαγο ? → Γιώργος Σεφέρης: Μυθιστόρημα, ΙΒ΄, τίτλος →
Alfred de Vigny: La bouteille á la mer (κατά Γ. Σαββίδη).
o they say I hanged me granny…Παραδοσιακό εγγλέζικο ναυτικό
τραγούδι (sea shanty). Τίτλος του: Hanging Johnny. Τα shanties τα τραγου-
δούσαν οι vαυτικοί την ώρα της δουλειάς, λ.χ. όταν τραβούσαν τα σκοινιά.
Το παραθέτω ολόκληρο:
O they call me Hanging Johnny
(Away – ay – i – o)
But I never hanged nobody.
(So – hang – boys – hang)
O they say I hanged me granny
And then me lovesick Annie.
O they say I hanged me mother
And me sister and me brother.
O they say I hang for money
But hanging isn’t funny.
O we’ll hang and hang together
We’ll hang for better weather.
O a rope, a beam, a ladder
I’ll hang you all together.
για τον χαμένο θησαυρό των πειρατών...Πρβλ. DIZZILAND
(έξοδος):
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
.....................................................................
ποντοπόρος Θούλη – Κολχίδα καθ’εκάστην
στο πλευρό του πειρατή Λονγκ Τζων Σίλβερ...
κι αυτό που μου ’λαχε...Πρβλ. Το Χρονικόν του Μορέως, στιχ. 1024:
Με κλήρους και με προσοχήν η μερισία εγενέτον.
αγρός αίματος ποτιστικός → Κατά Ματθαίον, κζ΄, 8:
Διό εκλήθη ο αγρός εκείνος
αγρός αίματος έως της σήμερον.
γωνία Κίμωνος κι Ερμού…Βόλος παιδικός.
πού πορευθώ από του πνεύματός σου...→ Δαβίδ, Ψαλμός ρλθ΄, 7.
τα μηναία των κήπων → Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί (Το Δοξαστικόν):
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων…
έκαστος τη ιδία διαλέκτω → Πράξεις των Αποστόλων, β΄, 6.
ξίφει τελειούται → Μηνολόγια: συνήθης τρόπος τελευτής
των μαρτύρων.
ώσπου στάθηκε στην πόρτα του Αιμίλιου... Μια άλλη εκδοχή
για το θάνατο του Αιμίλιου βλ. DIZZILAND (έξοδος):
Ο παιδικός μας φίλος ο Αιμίλιος
χάθηκε ένα πρωί με τη φυρονεριά
αφήνοντας στην άμμο ένα ξύλινο ποδάρι.
Αναφορές στο ίδιο αυτό αινιγματικό πρόσωπο βλ. :
· Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια (μετάλλαξη)
· DIZZILAND (άμωμοι εν οδώ?, ω αφελέστατε)
· Ηλιακό Ποδήλατο (διστακτικό πρωινό, σημείωση)
Βασίμως υποστηρίζεται οτι ο Αιμίλιος ήταν, πλην άλλων,
ο εφευρέτης του ηλιακού ποδηλάτου।
Βασίλης Πολύζος: αναμνήσεις προκάτ άνοιξης
το πρώτο άσμα μποτίλια στο πέλαγο? και οι Σημειώσεις (εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2006)
πέλαγος, μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2006