Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ονειροφόρος / το φεγγάρι στη στέρνα



ονειροφόρος

Βαθιά χαράματα βγήκες στον κήπο,
ήταν τόσο λιγνό το φεγγάρι στη στέρνα
κι η ακακία ευάλωτη
με την ομπρέλα της ανοιχτή στην πρωινή πάχνη.


Θά ’χει καινούρια ευωδιά το φως,
αναρωτήθηκες,
φερμένο απ’ την ανατολή με το τρικάταρτο του Ιάσονα
στο ακρόπρωρο θα κιθαρίζει ο ήλιος
ώσπου να ρίξουν το νεκρό τους δέρμα
τα γερασμένα αγάλματα;


ονειροφόρος, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου
από τη συλλογή DIZZILAND, έκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 2001

το φεγγάρι στη στέρνα

μια ζωγραφιά του Βασίλη Πολύζου 2011

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Στη Λουκία Ρικάκη, in memoriam



επίσκεψη

στη Λουκία Ρικάκη
συνταξιδιώτισσα στους απο-πειρατές
Βασίλης Πολύζος

δίπλα στο φράχτη με τις πιπεριές
θυμήθηκα τον κήπο μας
μέρες του Μάη η γούρνα σπίθιζε έντομα
και τα δυο πέτρινα λιοντάρια
κατέβαιναν να ξεδιψάσουν
στο πράσινο νερό
όπου ταξίδευαν οι φυλλωσιές
κρατώντας μες στα δίχτυα τους το γέλιο της

δε θέλαμε ν’ αγγίξουμε τις λεμονιές
που φούσκωναν
όταν περνούσε με γαλάζιο τούλι
βουλιάζοντας στον κυριακάτικο ουρανό
ως τα γόνατα
δε θέλαμε ν’ αγγίξουμε το σπίτι
πέρασαν τόσοι άλλοι αφήνοντας
στις κάμαρες φαντάσματα
με μάτια από αμέθυστο
με λόγια σαν το λύγισμα της καλαμιάς

ξάφνου τα παραθύρια άνοιξαν
κι ήταν καλοδεχούμενο
το πρωινό τους λάλημα
και στο περβάζι οι γλάστρες με το κοκκινόχωμα
που σκέπασε τα χείλια της

κι ύστερα φάνηκε στη στέγη
ένα άλογο κυματιστό
ξεσέλωτο
με φόντο μακρινά βουνά

επίσκεψη, ένα ποίημα του Βασίλη Πολύζου

στη Λουκία Ρικάκη in memoriam
εικαστικό του Βασίλη Πολύζου 28.12.2011

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ INTERMEZZO: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην...Άγρια Δύση!



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην...Άγρια Δύση!
Του Βασίλη Πολύζου

Στο προ-λογικό κείμενο του βιβλίου μου Επίλογοι και άλλα
Κεκραγάρια (εκδ. ΕΡΙΦΥΛΗ 1999) σημείωνα, μεταξύ άλλων:
Κοσμοκαλόγερος μετέφρασε γουέστερν αντί πινακίου φακής.
Η αναφορά ήταν για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το διήγημα
The Luck of Roaring Camp του αμερικανού συγγραφέα Bret Harte,
̶ διήγημα που είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης με τίτλο
Η Καλή Τύχη του Ρώριν-Καμπ.

Είχα την καλή τύχη να διαβάσω σε πολύ μικρή ηλικία το διήγημα
αυτό στη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, σε μια έκδοση του 1905,
(ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΤΟΜΟΣ 1), του εν Αθήναις βιβλιοπωλείου ΜΠΕΚ ΚΑΙ ΜΠΑΡΤ (*),
που περιλάμβανε επίσης το μυθιστόρημα Το Παράδοξον Έγκλημα
υπό Α. ΚΟΝΑΝ ΔΟΫΛ (τουτέστιν το A Study in Scarlet του Conan Doyle),
σε μετάφραση Χ. Άννινου. (δείτε εικόνα επάνω). Δεν θυμάμαι πώς
είχε βρεθεί στα χέρια μου ο τόμος αυτός.

Στο νου μου η μετάφραση αυτή σηματοδότησε αργότερα μιαν ακόμη
διάσταση στο έργο και την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη.
Είχα και έχω πάντοτε την εντύπωση, ότι η επιλογή του να μεταφράσει
Μπρέτ Χαρτ δεν ήταν τυχαία. Συνδέεται κατά τη γνώμη μου με την
πρώτη μεγάλη έξοδο Ελλήνων μεταναστών στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα προς τη γη της επαγγελίας, που την αίσθησή της συναντάμε
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη,
-έξοδο προς ένα ακόμη ψεύτικο όνειρο, παράλληλα προς την έξοδο
των αμερικάνων εποικιστών, χρυσοθηρών και παντός είδους
τυχοδιωκτών προς την άγρια δύση και προς το ψευδεπίγραφο
και εφιαλτικό αmerican dream (στην πρώτη του εμφάνιση), που
περιγράφει στα διηγήματά του ο Μπρετ Χαρτ, αυτός ο αφελής
λαϊκός κοινωνιστής εκείνων των ημερών, περίπου σύγχρονος
του Παπαδιαμάντη και θαυμαστής του Καρόλου Ντίκενς.

Πολλά χρόνια πρίν από την έκδοση των Κεκραγαρίων (αν θυμάμαι
καλά στα μέσα της δεκαετίας του 80) σε ημερίδα για τον
Παπαδιαμάντη που οργανώθηκε στο Πνευματικό Κέντρο
του Δήμου Αθηναίων, όπου είχα παρευρεθεί, έκανα μια εκ του
προχείρου παρέμβαση για το θέμα αυτό και για τη σημασία του
στο να διαφωτίσει μια ακόμη πτυχή του έργου του Παπαδιαμάντη.

Παραθέτω παρακάτω ένα εκτεταμένο απόσπασμα από
τη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, καθώς και το αντίστοιχο
κομμάτι του πρωτότυπου, για την αντιπαραβολή.
Είναι πράγματι μοναδικός ο τρόπος που ο μεγάλος Σκιαθίτης
λογοτέχνης μεταφέρει απαραμείωτα την γλωσσική αίσθηση,
το κλίμα του wild west, το πικρό, στακάτο χιούμορ, τη σκληράδα
και την τρυφερότητα μαζί, που στοιχειώνει την αφήγηση
του Μπρετ Χαρτ.

Βασίλης Πολύζος 23/12/2011

(*) Οι Βαυαροί Μπεκ και Μπαρτ διατηρούσαν βιβλιοπωλείο στην Πλατεία
Συντάγματος. Το 1898 ο Κώστας Ελευθερουδάκης συνεταιρίστηκε μαζί τους
και μερικά χρόνια αργότερα το βιβλιοπωλείο περιήλθε εξ ολοκλήρου
σ’ αυτόν. Δείτε σχετικά άρθρο του Νίκου Μπακουνάκη στην εφημερίδα
ΤΟ ΒΗΜΑ,12.3.2006, Η νίκη της Νίκης
Β.Π.

Η ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΡΩΡΙΝ-ΚΑΜΠΥΠΟ ΜΠΡΕΤ ΧΑΡΤ
(απόσπασμα)
Μετάφραση Αλ. Παπαδιαμάντη


“Μεγάλο κακό εγίνετο εις το Ρώριν-Καμπ. Δεν ηδύνατο να είναι
μάχη, διότι εις τα 1850 τοιούτόν τι δεν ήτο αρκετα πρωτοφανές
ίνα συναθροίση επί το αυτό όλην την μικράν αποικίαν. Όχι μόνον
οι λάκκοι και τα μεταλλεία είχον ερημωθή, αλλά και το καπηλείον
του Τούττλη είχε στείλει όλους τους χαρτοπαίκτας του, οίτινες,
σημειώσατε, αταράχως εξηκολούθησαν το παιγνίδι των την
ημέραν καθ’ ην ο Φραντσεζοπέπης και ο Κανακατζώης με δύο
πιστολιές εφόνευσαν ο είς τον άλλον εις τον εμπροσθινόν θάλαμον.
Όλον το στρατόπεδον είχε συναθροισθή εμπρός εις μίαν μπαράκαν
εις το έσχατον άκρον του περιβόλου της αποικίας. Η συνομιλία
εγίνετο με τόνον χαμηλόν, αλλά τ’ όνομα μιας γυναικός συχνά
επανελαμβάνετο. Ήτο όνομα πολύ γνωστόν εις την αποικίαν,
η Τσέροκη-Σάλλη.
Όσον ολιγώτερα είπωμεν δι’ αυτήν, τόσον καλύτερα. Ήτο μία
παλιογυναίκα, και φόβος είναι μη είχε πολλά κρίματα. Αλλά τον
καιρόν εκείνον αυτή ήτο η μόνη γυναίκα εις το Ρώριν-Καμπ, και
ακριβώς τότε κατέκειτο εις την εσχάτην ανάγκην, οπόταν τα μάλιστα
εχρειάζετο τας περιποιήσεις του ιδίου φύλου της. Παραλυμένη,
εγκαταλελειμμένη και άφιλος, υπέφερε βάσανα, αρκετά σκληρά ήδη
ανίσως περιεβάλλετο από άλλων γυναικών τας συμπαθείας, πλην
τώρα τρομερά εν τη μοναξία της. Η προπατορική κατάρα ήλθεν επ’
αυτήν εν τη αρχεγόνω εκείνη μοναξία, ήτις τόσον φοβεράν πρέπει να
έκαμε την τιμωρίαν της πρώτης παραβάσεως. Και εις την στιγμήν
καθ’ ην τα μέγιστα είχεν ανάγκην της εμφύτου τρυφερότητος και
νοσηλείας του φύλου της, αντίκρυζε μόνοντα σκληρά όμματα των
αρρένων συναποίκων της. Ουχ ήττον ολίγοι εκ των θεατών είχον
συγκινηθή, πιστεύω, από τους πόνους της. Ο Σάνδης Τίπτων εφρόνει
ότι ήτο κάπως σκληρόν δια την Σάλλην, και εις την σκέψιν περί της
καταστάσεώς της επί στιγμήν ηθέλησε να λησμονήσει μεγαλοψύχως
το γεγονός ότι είχεν ένα άσσον και δύο ατού εις την χειρίδα του.

Πρέπει να σημειωθή, προσέτι, ότι η περίστασις ήτο πρωτοφανής.
Ο θάνατοι δεν ήσαν ποσώς άγνωστοι εις Ρώριν-Καμπ, αλλά
γέννησις ήτο καινοφανές πράγμα. Πολλοί απεπέμφθησαν από το
πόλισμα τελειωτιώς, οριστικώς, και χωρίς να είναι δυνατόν να
επιστρέψωσιν˙ αλλ’ αυτή ήτο η πρώτη φορά καθ’ ην εισήγετό τις
εις αυτό από της πρώτης στιγμής του βίου του. Εντεύθεν η κρατούσα
έξαψις.
̶ Πήγαινε μέσα, Στούμπη, είπεν είς προέχων πολίτης, όστις ωνομάζετο
επι το πομπωδέστερον Κεντούκιος, απευθυνόμενος προς ένα από
τους αργοσχόλους. Πήγαιν’ εκεί μέσα, και ιδέ τι μπορείς να κάμεις.
Έχεις πειραν ς’ αυτά τα πράγματα.

Ίσως και να ήτο κατάληλος η εκλογή. Ο Στούμπης, εις άλλα μέρη,
είχε χρηματίσει οικογενειάρχης εις το διπλούν˙ και χάρις εις
μερικάς παρατυπίας ως προς τα συνοικέσια ταύτα, το Ρώριν-Καμπ,
ως πόλις-άσυλον όπου ήτον, τον είχεν αποκτήσει πολίτην. Το πλήθος
επεκρότησε την εκλογήν, και ο Στούμπης είχε την φρόνησιν να
υποταχθή εις την πλειονοψηφίαν. Η θύρα εκλείσθη οπίσω από τον
αυτοσχέδιον χειρουργόν και μαιευτήρα, και το Ρώριν-Καμπ εκάθισεν
απ’ έξω, εκάπνιζε την πίπαν του, και επερίμενε την έκβασιν…”
................................................................
THE LUCK OF ROARING CAMP
By Bret Harte (1836-1902)

“THERE was commotion in Roaring Camp. It could not have been a
fight, for in 1805 that was not novel enough to have called together
the entire settlement. The ditches and claims were not only deserted,
but “Tuttle’s grocery” had contributed its gamblers, who, it will be
remembered, calmly continued their game the day that French Pete
and Kanaka Joe shot each other to death over the bar in the front room.
The whole camp was collected before a rude cabin on the outer edge
of the clearing. Conversation was carried on in a low tone, but
the name of a woman was frequently repeated. It was a name familiar
enough in the camp,—“Cherokee Sal.”
Perhaps the less said of her the better. She was a coarse, and, it is
to be feared, a very sinful woman. But at that time she was the only
woman in Roaring Camp, and was just then lying in sore extremity,
when she most needed the ministration of her own sex. Dissolute,
abandoned, and irreclaimable, she was yet suffering a martyrdom
hard enough to bear even when veiled by sympathizing womanhood,
but now terrible in her loneliness. The primal curse had come to her
in that original isolation which must have made the punishment
of the first transgression so dreadful. It was, perhaps, part of the
expiation of her sin, that, at a moment when she most lacked her sex’s
intuitive tenderness and care, she met only the half-contemptuous
faces of her masculine associates. Yet a few of the spectators were,
I think, touched by her sufferings. Sandy Tipton thought it was
“rough on Sal,” and, in the contemplation of her condition, for a
moment rose superior to the fact that he had an ace and two
bowers in his sleeve.
It will be seen, also, that the situation was novel. Deaths were by no
means uncommon in Roaring Camp, but a birth was a new thing.
People had been dismissed the camp effectively, finally, and with
no possibility of return; but this was the first time that anybody had
been introduced ab initio. Hence the excitement.
“You go in there, Stumpy,” said a prominent citizen known as “Kentuck,”
addressing one of the loungers. “Go in there, and see what you kin do.
You’ve had experience in them things.”
Perhaps there was a fitness in the selection. Stumpy, in other climes,
had been the putative head of two families; in fact, it was owing
to some legal informality in these proceedings that Roaring Camp
—a city of refuge—was indebted to his company. The crowd approved
the choice, and Stumpy was wise enough to bow to the majority.
The door closed on the extempore surgeon and midwife, and Roaring
Camp sat down outside, smoked its pipe, and awaited the issue…”
……………………………………………………………………….

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Αναδρομές: Θέλει Αρετήν και Τ'ολμην η Ελευθερία (4), ΕΡΤ 1, 23.11.1986



(συνέχεια)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ (live)
"Μετά το βομβαρδισμό, σαν παιδί τότε, ξεκίνησα με το πρώτο
τραμ που κατέβηκε στην πόλη, -θα πρέπει να ’χε περάσει
κανένα ημίωρο από τον βομβαρδισμό- και εκεί με τους
τραυματίες και τους νεκρούς που τους είχαν περιμαζέψει ήδη ,
το θέαμα που αντίκρισα και με συγκλόνισε και με κυνηγούσε σαν
αίσθηση, σαν όραμα για πολλά χρόνια μετά, και ακόμη σήμερα
καμιά φορά το θυμάμαι και συγκλονίζομαι, είναι τα πολλά
πληγωμένα άλογα που υπήρχαν. Δηλαδή ξεκοιλιασμένα, με
σχισμένους λαιμούς...


...Θυμάμαι συγκεκριμένα στην Αχειροποίητο ήταν ένα...ένα..
ήταν πεσμένο κάτω, μ’ανοιγμένη την κοιλιά, με σχισμένο το
λαιμό, παρακαλούσε ο κόσμος το χωροφύλακα, κάποιοι
παρακάλεσαν να το σκοτώσει για να μην...κι ο χωροφύλακας
έλεγε ότι είναι του δημοσίου οι σφαίρες, ότι στοιχίζει η καθεμιά
δώδεκα δραχμές-πόσο έλεγε...,και δεν έχει δικαίωμα να το
σκοτώσει. Θυμάμαι δηλαδη μου δημιούργησε εντύπωση αυτή η
προσήλωση του χωροφύλακα στους τύπους, ας πούμε, κι ένα
ζώο που σφάδαζε εκείνη τη στιγμή...
Ύστερα ένα άλογο που είδα στην Πλατεία Αριστοτέλους να
στέκεται στα τρία πόδια, το ένα ήταν κομμένο...θυμάμαι τα μάτια...
εκείνο το κοίταγμα το βουβό κι εκείνα τα δάκρυα, το υγρό, το
απελπισμένο βλέμμα που τελικά παρακαλούσε, ικέτευε για
βοήθεια...και θυμάμαι η νύχτα που πέρασε ήταν συγκλονιστική
νύχτα, έβλεπα αυτά τα μάτια να με κυνηγούν μέσα στο όνειρο.
Αυτή ήταν η πρώτη γεύση του πολέμου.

Από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη
Μελοποίηση: Μικης Θεοδωράκης
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (απόσπασμα)
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης

"Κι ότι ήμασταν πολύ σιμα στα μέρη όπου δεν έχει
καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς,
μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε.


Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά,
δυνάμωνε ολοένα...


...Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά,
τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ το άλλο μέρος νά ’ρχονται
οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.


Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι,
με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο,
φτύνοντας μέσα στιςπαλάμες, και το μάτι τους
άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε
για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι,
αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.


Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε
ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν,
καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου»,


και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα,
ίδιο ροχαλητό, πού ’λεγαν, όσοι ξέρανε,
είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου."

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ (live)

"Ύστερα ήρθαν τα χρόνια της Κατοχής. Βέβαια ήταν χρόνια τραγικά,
το πρόβλημα της επιβιώσεως ήταν τρομερό, πέθαινε ο κόσμος
στους δρόμους. Γνωστά πράγματα αυτά, να μην τα λέμε πάλι.
Αλλά το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, είχαν οργανωθεί και ήταν οι ομάδες
αντιστάσεως εναντίον του κατακτητή.
Βέβαια αυτά τα πράγματα θέλανε και μια βοήθεια εικαστική,
ας πούμε πολλές αφίσες μικρές, ξυλογραφίες, διάφορα άλλα
πράγματα, τα οποία κρυφά τοιχοκολλούσαν για να πληροφορήσουν
τον κόσμο, που ήταν ανάγκη να μάθει, ή για να παροτρύνουν τον
κόσμο, ή για διάφορους άλλους λόγους.


Τα οποία, βέβαια, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνουν, πολλοί
έχασαν τη ζωή τους..."



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σημείωση
Εικόνες (από επάνω προς τα κάτω):

1. Γιώργος Σικελιώτης. Από αντιστασιακό έντυπο
2. Από λιθογραφία της εποχής , συλλογή Εθνολογικού Μουσείου, (λεπτομέρεια)
3. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης . «Έρποντας», λάδι, ιδιωτική συλλογή
4. Ουμβέρτος Αργυρός. «Αναγνώριση Ελληνικού Ιππικού – Β. Ήπειρος»,
λάδι, συλλογή Πολεμικού Μουσείου
5. Ουμβέρτος Αργυρός. «Προώθηση βαρέος πυροβολικού – Β. Ήπειρος»,
λάδι, συλλογή Πολεμικού Μουσείου»
6. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης. «Προέλαση», λάδι, ιδιωτική συλλογή
7. Ουμβέρτος Αργυρός. «Μεταφορά τραυματία», λάδι,
συλλογή Πολεμικού Μουσείου
8 και 9. Από λιθογραφία εποχής, συλλογή Μουσείου Μπενάκη

10. Γιώργος Σικελιώτης. «Τραυματίας», κάρβουνο, ιδιωτική συλλογή
11. Γιάννης Στεφανίδης. Αυτοσχέδιο «κυλινδρικό πιεστήριο» που τύπωνε
χαραγμένο λινόλεουμ για αφίσες στα χρόνια της κατοχής
12. Αντώνης Κανάς. Σχέδιο, ιδιωτική συλλογή


Οι εικόνες αυτές μαζί με πλήθος άλλες είναι μέρος
του εικαστικού υλικού που χρησιμοποίησα στα πλάνα
της ταινίας Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία.
Πηγή: Το Λεύκωμα Εικαστικές Μαρτυρίες των Ασαντούρ
Μπαχαριάν και Πέτρου Ανταίου που εκδόθηκε από το
Υπουργείο Πολιτισμού το 1986.
Βασίλης Πολύζος, Δεκέμβρης 2011

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Αναδρομές: Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία (3), ΕΡΤ 1, 23.11.1986

(συνέχεια)

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ (live)
"Με πρόταση του Παντελή Πρεβελάκη είχε γίνει ένα είδος
διαγωνισμού στο εργαστήριο της χαρακτικής , - για αφίσες,
τις οποίες θα τοιχοκολλούσαν σ’ όλη την Ελλάδα, για τον
ιταλικό πόλεμο. Πολλοί σπουδασταί, τελειόφοιτοι κυρίως και
απόφοιτοι, έκαναν διάφορα σχέδια από τα οποία εξελέγησαν
ορισμένα , -τέσσερα, πέντε, έξι, δεν θυμάμαι πόσα ήταν- τα
οποία πραγματοποιηθήκανε, γινήκανε αφίσες και κολληθήκανε
σ’ όλη την Ελλάδα.
Εγώ συμμετείχα σ’ αυτό το διαγωνισμό και τελικά εξελέγησαν
για να εκτελεσθούν και να τυπωθούν τρία έργα δικά μου, ένα
έργο του Τάσσου και ένα έργο της Κατράκη.

Δικά μου έργα ήτανε οι ηρωίδες του 1940,
το ρητό των αρχαίων
μολών λαβέ, -έλα να τα πάρεις, που έχει έναν στρατιώτη με
εφόπλου λόγχη και εμπρός της Ελλάδος παιδιά, δηλαδή το
ίτε παίδες Ελλήνων που παρουσιάζει έναν στρατιώτη, ο οποίος
δίνει το σήμα της επιθέσεως εναντίον του εχθρού".


Από ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη
Μελοποίηση: Μίκης Θεοδωράκης
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (απόσπασμα)
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης


"Ξημερώνοντας τ΄Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων,
λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά,
για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες.

Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε
ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι.
Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια,
κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο...

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα,
ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το πόδι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω,
καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές
όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε,
μήτε που αλλάζαμε κουβέντα...

Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα,
σημάδι ότι κινούσαμε,

και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε
μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει
και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα."


ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ (live)
Μια από τις πρώτες αναμνήσεις, τις συγκλονιστικές αναμνήσεις,
οπωσδήποτε είναι ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης, που
έγινε από ένα σμήνος ιταλικά αεροπλάνα -καμιά σαρανταριά
θα πρέπει να ήταν- τα οποία ήταν με ελληνικά χρώματα από
ό,τι θυμάμαι. Τα χαιρετίσαμε σαν ελληνικά αεροπλάνα και στη
συνέχεια είδαμε την πόλη της Θεσσαλονίκης, το κέντρο της πόλης,
να σκεπάζεται με καπνούς. Μετά έφτασε ο ήχος των εκρήξεων.
Αυτή ήταν η πρώτη γεύση του πολέμου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σημείωση
Εικόνες (από επάνω προς τα κάτω):


1 (και 7). Λυκούργος Κογιεβίνας, Νικηφόρος Ελληνικός Στρατός,
χαλκογραφία, συλλογή Πολεμικού Μουσείου.
2. Σελίδα από τη Ραδιοτηλεόραση, τ. 875, 22-28.11.1986
3. Τάσσος, Λιθογραφία απ' το εργαστήρι χαρακτικής
του Γ. Κεφαλληνού στην Α.Σ.Κ.Τ., το 1940.
Συλλογή Μουσείου Μπενάκη
4. Βάσω Κατράκη, Λιθογραφία απ' το εργαστήρι χαρακτικής
του Γ. Κεφαλληνού στην Α.Σ.Κ.Τ το 1940.
Συλλογή Μουσείου Μπενάκη
5. Κώστας Γραμματόπουλος, Λιθογραφία απ' το εργαστήρι
χαρακτικής του Γ. Κεφαλληνου στην Α.Σ.Κ.Τ. το 1940.
Ιδιωτική συλλογή
6. Κώστας Γραμματόπουλος, Λιθογραφία απ' το εργαστήρι
χαρακτικής του Γ. Κεφαλληνού στην Α.Σ.Κ.Τ το 1940.
8. Ουμβέρτος Αργυρός, Εμπρός για τα σύνορα, λάδι,
συλλογή Πολεμικού Μουσείου
9. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Ωριαία στάσις, ακουαρέλα,
ιδιωτική συλλογή
10. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Ξαφνικά μεσ' στη νύχτα,
λάδι, ιδιωτική συλλογή


Οι εικόνες αυτές μαζί με πλήθος άλλες είναι μέρος
του εικαστικού υλικού που χρησιμοποίησα στα πλάνα
της ταινίας Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία.
Πηγή: Το Λεύκωμα Εικαστικές Μαρτυρίες των Ασαντούρ
Μπαχαριάν και Πέτρου Ανταίου που εκδόθηκε από το
Υπουργείο Πολιτισμού το 1986.

Βασίλης Πολύζος, Δεκέμβρης 2011

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

INTERMEZZO / ενύπνιο



ενύπνιο

ήρθαν και πέρασαν λευκά φεγγάρια
ήρθαν και πέρασαν φεγγάρια πιο λευκά
κι εγώ με μια λάμπα αφερέγγυα στο μέτωπο
ως κινέζος ανθρακωρύχος
χρόνια τώρα εγκαταβιώ σ’ αυτό το υπόγειο
σκαλίζοντας τη γενική πτώση των ουσιαστικών
παρά τις υποδείξεις των γονέων μου αλλά και
της πρώτης εξαδέλφης μου Καλλιόπης
ότι δεν υπάρχει κρυμμένος θησαυρός

αν αναδυθώ με πρόθεση το τραμ
για τη λαοσύναξη της αγοράς
όπου να εξετάσω την ποιότητα
και την επάρκεια των προφητών
στην πόρτα θα με σταματήσει ο πορθμεύς
με ένα απόδος ω κατάρατε
ζητώντας μου να εξηγήσω
το τελευταίο ενύπνιο του Ναβουχοδονόσορος

Βασίλης Πολύζος, ενύπνιο, ένα ποίημα από τη συλλογή
μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ* και άλλα αμφίδρομα
εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2008


intermezzo, εικαστικό του Βασίλη Πολύζου 2011

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Αναδρομές: Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία (2), ΕΡΤ 1, 23.11.1986

(συνέχεια)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
(παρουσιάζοντας την ταινία του Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία
στην εκπομπή Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, της ΕΡΤ 1, στις 23 του
Νοέμβρη 1986):
"Γεια σας. Επέτειος της Εθνικής Αντίστασης σήμερα και σ’ αυτήν είναι
αφιερωμένη η εκπομπή μας. Ο πόλεμος του ’40, η κατοχή και η
αντίσταση, μια αδιάκοπη ενότητα θυσίας και αγώνα του λαού μας
ενάντια στο φασισμό και το ναζισμό. Θυσίας και αγώνα για την
εθνική ανεξαρτησία, μα και για τη λαϊκή κυριαρχία. Για τη λευτεριά,
μα και για την κοινωνική απελευθέρωση.
Στον αγώνα αυτό, οι έλληνες εικαστικοί καλλιτέχνες πήραν ολόψυχα
μέρος με το ντουφέκι στο χέρι και με την ίδια την τέχνη τους, που
στρατεύτηκε για να καταγράψει τη θυσία και για να κρατήσει ψηλά
τη σημαία της Αντίστασης.
Ο πόλεμος, η κατοχή και η αντίσταση, όπως τα αποτύπωσε η
εικαστική τέχνη της εποχής, είναι το θέμα της ταινίας που θα
παρακολουθήσουμε."

Ακολουθούν τα κείμενα, σύμφωνα με τη ροή του σεναρίου:

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
"Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών.
Κατά την διάρκειαν της ημέρας, ιταλικαί δυνάμεις ποικίλης
ισχύος εξηκολούθησαν προσβάλλουσαι ημετέρας δυνάμεις
αμυνομένας σθεναρώς. Αγών ενετοπίσθη επί μεθορίου γραμμής"



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Από το Ημερολόγιο «Μέρες», Τόμος Γ΄)
(Διαβάζει ο ηθοποιός Ντίνος Καρύδης)
"Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη.
Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε.
Έχουμε πόλεμο. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή που
λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη
αυγή: άγνωστη..."



ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ (live)
"Το μείζον γεγονός του πολέμου βρήκε τους έλληνες εικαστικούς σε
εγρήγορση. Ήταν έτοιμοι να το καταγράψουν και να το ερμηνεύσουν.
Βέβαια, σε μια πρώτη φάση μπορούμε να πούμε ότι κυριαρχεί ένας
ηρωικός, επικός, αισιόδοξος τόνος, όλα πάνε καλά, ο στρατός ο
ελλήνικός νικάει, -και ο Ντούτσε και στη συνέχεια ο Χίτλερ γελοιο-
ποιούνται από τα λαϊκά λιθογραφήματα που τυπώνονται μέσα ‘ ένα
βράδυ και την επόμενη μέρα κυκλοφορούν ευρύτατα,...


...αλλά και με
το πενάκι των γελοιογράφων, του Πολενάκη ή του Δημητριάδη, που
με καυστικότητα και με χιούμορ θα λέγαμε, παίρνουν τη ρεβάνς απ’
τα φασιστικά στρατεύματα...

...Ιστορικά, η πρώτη συμβολή των ελλήνων εικαστικών στον πόλεμο
ξεκινάει από το εργαστήρι του Γιάννη Κεφαλληνού, όπου δόθηκε μια
παραγγελία για αφίσες με περιεχόμενο ανάλογο και επελέγησαν
πέντε, οι καλύτερες, έργα του Τάσου Αλεβίζου, της Βάσως Κατράκη
και του Κώστα Γραμματόπουλου.
Στα έργα αυτά, αυτό που κυρίως προέχει είναι το μήνυμα και η
διάθεση να λειτουργήσει αυτό στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα
και να δημιουργήσει ένα πνεύμα διεγερτικό, ένα πνεύμα σύμφωνο με
το κλίμα των ημερών."
|

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ